σπάνιος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σπάνιος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σπάνιος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σπάνιος in singular and plural. Everything you need to know about the word σπάνιος you have here. The definition of the word σπάνιος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσπάνιος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Pronunciation

 

Etymology 1

Adjectival formation from σπάνις (spánis, rarity, scarcity). Related to σπᾰνός (spănós, rare, with scant beard growth).[1]

Adjective

σπᾰ́νῐος (spắnĭosm (feminine σπᾰνῐ́ᾱ, neuter σπᾰ́νῐον); first/second declension

  1. rare, uncommon
  2. scarce, scanty
Inflection
Derived terms

Further reading

Etymology 2

See the etymology of the corresponding lemma form.

Noun

σπάνῐος (spánĭos)

  1. (Ionic) genitive singular of σπάνις (spánis)

References

  1. ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “σπάνις, -εως (> DER 1. σπάνιος)”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, page 1375

Greek

Etymology

From Ancient Greek σπάνιος (spánios, rare).

Adjective

σπάνιος (spániosm (feminine σπάνια, neuter σπάνιο)

  1. rare, exceptional, infrequent

Declension

Declension of σπάνιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπάνιος (spánios) σπάνια (spánia) σπάνιο (spánio) σπάνιοι (spánioi) σπάνιες (spánies) σπάνια (spánia)
genitive σπάνιου (spániou) σπάνιας (spánias) σπάνιου (spániou) σπάνιων (spánion) σπάνιων (spánion) σπάνιων (spánion)
accusative σπάνιο (spánio) σπάνια (spánia) σπάνιο (spánio) σπάνιους (spánious) σπάνιες (spánies) σπάνια (spánia)
vocative σπάνιε (spánie) σπάνια (spánia) σπάνιο (spánio) σπάνιοι (spánioi) σπάνιες (spánies) σπάνια (spánia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σπάνιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σπάνιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπανιότερος (spanióteros) σπανιότερη (spanióteri) σπανιότερο (spaniótero) σπανιότεροι (spanióteroi) σπανιότερες (spanióteres) σπανιότερα (spaniótera)
genitive σπανιότερου (spanióterou) σπανιότερης (spanióteris) σπανιότερου (spanióterou) σπανιότερων (spanióteron) σπανιότερων (spanióteron) σπανιότερων (spanióteron)
accusative σπανιότερο (spaniótero) σπανιότερη (spanióteri) σπανιότερο (spaniótero) σπανιότερους (spanióterous) σπανιότερες (spanióteres) σπανιότερα (spaniótera)
vocative σπανιότερε (spaniótere) σπανιότερη (spanióteri) σπανιότερο (spaniótero) σπανιότεροι (spanióteroi) σπανιότερες (spanióteres) σπανιότερα (spaniótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σπανιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπανιότατος (spaniótatos) σπανιότατη (spaniótati) σπανιότατο (spaniótato) σπανιότατοι (spaniótatoi) σπανιότατες (spaniótates) σπανιότατα (spaniótata)
genitive σπανιότατου (spaniótatou) σπανιότατης (spaniótatis) σπανιότατου (spaniótatou) σπανιότατων (spaniótaton) σπανιότατων (spaniótaton) σπανιότατων (spaniótaton)
accusative σπανιότατο (spaniótato) σπανιότατη (spaniótati) σπανιότατο (spaniótato) σπανιότατους (spaniótatous) σπανιότατες (spaniótates) σπανιότατα (spaniótata)
vocative σπανιότατε (spaniótate) σπανιότατη (spaniótati) σπανιότατο (spaniótato) σπανιότατοι (spaniótatoi) σπανιότατες (spaniótates) σπανιότατα (spaniótata)