αμυδρός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αμυδρός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αμυδρός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αμυδρός in singular and plural. Everything you need to know about the word αμυδρός you have here. The definition of the word αμυδρός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαμυδρός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: ἀμυδρός

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἀμυδρός (amudrós).

Pronunciation

  • IPA(key): /a.mi.ˈðɾos/
  • Hyphenation: α‧μυ‧δρός

Adjective

αμυδρός (amydrósm (feminine αμυδρή, neuter αμυδρό)

  1. dim, indistinct, hazy, vague
  2. (figuratively) slim, slight, faint
    μια αμυδρή ελπίδαmia amydrí elpídaa slim chance, a faint hope

Declension

Declension of αμυδρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμυδρός (amydrós) αμυδρή (amydrí) αμυδρό (amydró) αμυδροί (amydroí) αμυδρές (amydrés) αμυδρά (amydrá)
genitive αμυδρού (amydroú) αμυδρής (amydrís) αμυδρού (amydroú) αμυδρών (amydrón) αμυδρών (amydrón) αμυδρών (amydrón)
accusative αμυδρό (amydró) αμυδρή (amydrí) αμυδρό (amydró) αμυδρούς (amydroús) αμυδρές (amydrés) αμυδρά (amydrá)
vocative αμυδρέ (amydré) αμυδρή (amydrí) αμυδρό (amydró) αμυδροί (amydroí) αμυδρές (amydrés) αμυδρά (amydrá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμυδρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμυδρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμυδρότερος (amydróteros) αμυδρότερη (amydróteri) αμυδρότερο (amydrótero) αμυδρότεροι (amydróteroi) αμυδρότερες (amydróteres) αμυδρότερα (amydrótera)
genitive αμυδρότερου (amydróterou) αμυδρότερης (amydróteris) αμυδρότερου (amydróterou) αμυδρότερων (amydróteron) αμυδρότερων (amydróteron) αμυδρότερων (amydróteron)
accusative αμυδρότερο (amydrótero) αμυδρότερη (amydróteri) αμυδρότερο (amydrótero) αμυδρότερους (amydróterous) αμυδρότερες (amydróteres) αμυδρότερα (amydrótera)
vocative αμυδρότερε (amydrótere) αμυδρότερη (amydróteri) αμυδρότερο (amydrótero) αμυδρότεροι (amydróteroi) αμυδρότερες (amydróteres) αμυδρότερα (amydrótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αμυδρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμυδρότατος (amydrótatos) αμυδρότατη (amydrótati) αμυδρότατο (amydrótato) αμυδρότατοι (amydrótatoi) αμυδρότατες (amydrótates) αμυδρότατα (amydrótata)
genitive αμυδρότατου (amydrótatou) αμυδρότατης (amydrótatis) αμυδρότατου (amydrótatou) αμυδρότατων (amydrótaton) αμυδρότατων (amydrótaton) αμυδρότατων (amydrótaton)
accusative αμυδρότατο (amydrótato) αμυδρότατη (amydrótati) αμυδρότατο (amydrótato) αμυδρότατους (amydrótatous) αμυδρότατες (amydrótates) αμυδρότατα (amydrótata)
vocative αμυδρότατε (amydrótate) αμυδρότατη (amydrótati) αμυδρότατο (amydrótato) αμυδρότατοι (amydrótatoi) αμυδρότατες (amydrótates) αμυδρότατα (amydrótata)

Synonyms

Antonyms