δημιουργικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δημιουργικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δημιουργικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δημιουργικός in singular and plural. Everything you need to know about the word δημιουργικός you have here. The definition of the word δημιουργικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδημιουργικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From δημῐουργός (dēmiourgós, craftsman) +‎ -ῐκός (-ikós).

Pronunciation

 

Adjective

δημῐουργῐκός (dēmiourgikósm (feminine δημῐουργῐκή, neuter δημῐουργῐκόν); first/second declension

  1. of a craftsman, artisanal
  2. creative, tending to create things
  3. of or for the magistrates

Inflection

Further reading

Greek

Etymology

Learned borrowing from Koine Greek δημιουργικός (dēmiourgikós).[1] By surface analysis, δημιουργός (dimiourgós) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

  • IPA(key): /ði.mi.uɾ.ʝiˈkos/
  • Hyphenation: δη‧μι‧ουρ‧γι‧κός

Adjective

δημιουργικός (dimiourgikósm (feminine δημιουργική, neuter δημιουργικό)

  1. creative

Declension

Declension of δημιουργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δημιουργικός (dimiourgikós) δημιουργική (dimiourgikí) δημιουργικό (dimiourgikó) δημιουργικοί (dimiourgikoí) δημιουργικές (dimiourgikés) δημιουργικά (dimiourgiká)
genitive δημιουργικού (dimiourgikoú) δημιουργικής (dimiourgikís) δημιουργικού (dimiourgikoú) δημιουργικών (dimiourgikón) δημιουργικών (dimiourgikón) δημιουργικών (dimiourgikón)
accusative δημιουργικό (dimiourgikó) δημιουργική (dimiourgikí) δημιουργικό (dimiourgikó) δημιουργικούς (dimiourgikoús) δημιουργικές (dimiourgikés) δημιουργικά (dimiourgiká)
vocative δημιουργικέ (dimiourgiké) δημιουργική (dimiourgikí) δημιουργικό (dimiourgikó) δημιουργικοί (dimiourgikoí) δημιουργικές (dimiourgikés) δημιουργικά (dimiourgiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δημιουργικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δημιουργικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δημιουργικότεροςος (dimiourgikóterosos) δημιουργικότεροςη (dimiourgikóterosi) δημιουργικότεροςο (dimiourgikóteroso) δημιουργικότεροςοι (dimiourgikóterosoi) δημιουργικότεροςες (dimiourgikóteroses) δημιουργικότεροςα (dimiourgikóterosa)
genitive δημιουργικότεροςου (dimiourgikóterosou) δημιουργικότεροςης (dimiourgikóterosis) δημιουργικότεροςου (dimiourgikóterosou) δημιουργικότεροςων (dimiourgikóteroson) δημιουργικότεροςων (dimiourgikóteroson) δημιουργικότεροςων (dimiourgikóteroson)
accusative δημιουργικότεροςο (dimiourgikóteroso) δημιουργικότεροςη (dimiourgikóterosi) δημιουργικότεροςο (dimiourgikóteroso) δημιουργικότεροςους (dimiourgikóterosous) δημιουργικότεροςες (dimiourgikóteroses) δημιουργικότεροςα (dimiourgikóterosa)
vocative δημιουργικότεροςε (dimiourgikóterose) δημιουργικότεροςη (dimiourgikóterosi) δημιουργικότεροςο (dimiourgikóteroso) δημιουργικότεροςοι (dimiourgikóterosoi) δημιουργικότεροςες (dimiourgikóteroses) δημιουργικότεροςα (dimiourgikóterosa)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δημιουργικότεροςος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δημιουργικότατοςος (dimiourgikótatosos) δημιουργικότατοςη (dimiourgikótatosi) δημιουργικότατοςο (dimiourgikótatoso) δημιουργικότατοςοι (dimiourgikótatosoi) δημιουργικότατοςες (dimiourgikótatoses) δημιουργικότατοςα (dimiourgikótatosa)
genitive δημιουργικότατοςου (dimiourgikótatosou) δημιουργικότατοςης (dimiourgikótatosis) δημιουργικότατοςου (dimiourgikótatosou) δημιουργικότατοςων (dimiourgikótatoson) δημιουργικότατοςων (dimiourgikótatoson) δημιουργικότατοςων (dimiourgikótatoson)
accusative δημιουργικότατοςο (dimiourgikótatoso) δημιουργικότατοςη (dimiourgikótatosi) δημιουργικότατοςο (dimiourgikótatoso) δημιουργικότατοςους (dimiourgikótatosous) δημιουργικότατοςες (dimiourgikótatoses) δημιουργικότατοςα (dimiourgikótatosa)
vocative δημιουργικότατοςε (dimiourgikótatose) δημιουργικότατοςη (dimiourgikótatosi) δημιουργικότατοςο (dimiourgikótatoso) δημιουργικότατοςοι (dimiourgikótatosoi) δημιουργικότατοςες (dimiourgikótatoses) δημιουργικότατοςα (dimiourgikótatosa)

Derived terms

References

  1. ^ δημιουργικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language