|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διακινδυνεύω
|
διακινδυνεύσω, διακινδυνέψω
|
διακινδυνεύομαι
|
διακινδυνευθώ, διακινδυνευτώ
|
2 sg
|
διακινδυνεύεις
|
διακινδυνεύσεις, διακινδυνέψεις
|
διακινδυνεύεσαι
|
διακινδυνευθείς, διακινδυνευτείς
|
3 sg
|
διακινδυνεύει
|
διακινδυνεύσει, διακινδυνέψει
|
διακινδυνεύεται
|
διακινδυνευθεί, διακινδυνευτεί
|
|
1 pl
|
διακινδυνεύουμε, [‑ομε]
|
διακινδυνεύσουμε, [‑ομε], διακινδυνέψουμε, [‑ομε]
|
διακινδυνευόμαστε
|
διακινδυνευθούμε, διακινδυνευτούμε
|
2 pl
|
διακινδυνεύετε
|
διακινδυνεύσετε, διακινδυνέψετε
|
διακινδυνεύεστε, διακινδυνευόσαστε
|
διακινδυνευθείτε, διακινδυνευτείτε
|
3 pl
|
διακινδυνεύουν(ε)
|
διακινδυνεύσουν(ε), διακινδυνέψουν(ε)
|
διακινδυνεύονται
|
διακινδυνευθούν(ε), διακινδυνευτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διακινδύνευα
|
διακινδύνευσα, διακινδύνεψα
|
διακινδυνευόμουν(α)
|
διακινδυνεύθηκα, διακινδυνεύτηκα
|
2 sg
|
διακινδύνευες
|
διακινδύνευσες, διακινδύνεψες
|
διακινδυνευόσουν(α)
|
διακινδυνεύθηκες, διακινδυνεύτηκες
|
3 sg
|
διακινδύνευε
|
διακινδύνευσε, διακινδύνεψε
|
διακινδυνευόταν(ε)
|
διακινδυνεύθηκε, διακινδυνεύτηκε
|
|
1 pl
|
διακινδυνεύαμε
|
διακινδυνεύσαμε, διακινδυνέψαμε
|
διακινδυνευόμασταν, (‑όμαστε)
|
διακινδυνευθήκαμε, διακινδυνευτήκαμε
|
2 pl
|
διακινδυνεύατε
|
διακινδυνεύσατε, διακινδυνέψατε
|
διακινδυνευόσασταν, (‑όσαστε)
|
διακινδυνευθήκατε, διακινδυνευτήκατε
|
3 pl
|
διακινδύνευαν, διακινδυνεύαν(ε)
|
διακινδύνευσαν, διακινδυνεύσαν(ε), διακινδύνεψαν
|
διακινδυνεύονταν, (διακινδυνευόντουσαν)
|
διακινδυνεύθηκαν, διακινδυνευθήκαν(ε), διακινδυνεύτηκαν, διακινδυνευτήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διακινδυνεύω ➤
|
θα διακινδυνεύσω / διακινδυνέψω ➤
|
θα διακινδυνεύομαι ➤
|
θα διακινδυνευθώ / διακινδυνευτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διακινδυνεύεις, …
|
θα διακινδυνεύσεις / διακινδυνέψεις, …
|
θα διακινδυνεύεσαι, …
|
θα διακινδυνευθείς / διακινδυνευτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διακινδυνεύσει / διακινδυνέψει έχω, έχεις, … διακινδυνευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διακινδυνευθεί / διακινδυνευτεί είμαι, είσαι, … διακινδυνευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διακινδυνεύσει / διακινδυνέψει είχα, είχες, … διακινδυνευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διακινδυνευθεί / διακινδυνευτεί ήμουν, ήσουν, … διακινδυνευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διακινδυνεύσει / διακινδυνέψει θα έχω, θα έχεις, … διακινδυνευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διακινδυνευθεί / διακινδυνευτεί θα είμαι, θα είσαι, … διακινδυνευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διακινδύνευε
|
διακινδύνευσε, διακινδύνεψε
|
—
|
διακινδυνεύσου, διακινδυνέψου
|
2 pl
|
διακινδυνεύετε
|
διακινδυνεύστε, διακινδυνέψτε
|
διακινδυνεύεστε
|
διακινδυνευθείτε, διακινδυνευτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διακινδυνεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διακινδυνεύσει / διακινδυνέψει ➤
|
διακινδυνευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διακινδυνεύσει, διακινδυνέψει
|
διακινδυνευθεί, διακινδυνευτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|