διαλυτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word διαλυτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word διαλυτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say διαλυτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word διαλυτικός you have here. The definition of the word διαλυτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδιαλυτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

δῐᾰλῡ́ω (dialū́ō, loose one from another, part asunder) +‎ -τῐκός (-tikós)

Pronunciation

 

Adjective

δῐᾰλῠτῐκός (dialutikósm (feminine δῐᾰλῠτῐκή, neuter δῐᾰλῠτῐκόν); first/second declension

  1. able to sever
    1. destructive
  2. (medicine) relaxing
  3. embodying a settlement or compromise

Declension

Antonyms

Descendants

Further reading

Greek

Etymology

From the Ancient Greek δῐᾰλῠτῐκός (dialutikós).

Adjective

διαλυτικός (dialytikósm (feminine διαλυτική, neuter διαλυτικό)

  1. resolutive
  2. solvent

Declension

Declension of διαλυτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαλυτικός (dialytikós) διαλυτική (dialytikí) διαλυτικό (dialytikó) διαλυτικοί (dialytikoí) διαλυτικές (dialytikés) διαλυτικά (dialytiká)
genitive διαλυτικού (dialytikoú) διαλυτικής (dialytikís) διαλυτικού (dialytikoú) διαλυτικών (dialytikón) διαλυτικών (dialytikón) διαλυτικών (dialytikón)
accusative διαλυτικό (dialytikó) διαλυτική (dialytikí) διαλυτικό (dialytikó) διαλυτικούς (dialytikoús) διαλυτικές (dialytikés) διαλυτικά (dialytiká)
vocative διαλυτικέ (dialytiké) διαλυτική (dialytikí) διαλυτικό (dialytikó) διαλυτικοί (dialytikoí) διαλυτικές (dialytikés) διαλυτικά (dialytiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαλυτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαλυτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαλυτικότερος (dialytikóteros) διαλυτικότερη (dialytikóteri) διαλυτικότερο (dialytikótero) διαλυτικότεροι (dialytikóteroi) διαλυτικότερες (dialytikóteres) διαλυτικότερα (dialytikótera)
genitive διαλυτικότερου (dialytikóterou) διαλυτικότερης (dialytikóteris) διαλυτικότερου (dialytikóterou) διαλυτικότερων (dialytikóteron) διαλυτικότερων (dialytikóteron) διαλυτικότερων (dialytikóteron)
accusative διαλυτικότερο (dialytikótero) διαλυτικότερη (dialytikóteri) διαλυτικότερο (dialytikótero) διαλυτικότερους (dialytikóterous) διαλυτικότερες (dialytikóteres) διαλυτικότερα (dialytikótera)
vocative διαλυτικότερε (dialytikótere) διαλυτικότερη (dialytikóteri) διαλυτικότερο (dialytikótero) διαλυτικότεροι (dialytikóteroi) διαλυτικότερες (dialytikóteres) διαλυτικότερα (dialytikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαλυτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαλυτικότατος (dialytikótatos) διαλυτικότατη (dialytikótati) διαλυτικότατο (dialytikótato) διαλυτικότατοι (dialytikótatoi) διαλυτικότατες (dialytikótates) διαλυτικότατα (dialytikótata)
genitive διαλυτικότατου (dialytikótatou) διαλυτικότατης (dialytikótatis) διαλυτικότατου (dialytikótatou) διαλυτικότατων (dialytikótaton) διαλυτικότατων (dialytikótaton) διαλυτικότατων (dialytikótaton)
accusative διαλυτικότατο (dialytikótato) διαλυτικότατη (dialytikótati) διαλυτικότατο (dialytikótato) διαλυτικότατους (dialytikótatous) διαλυτικότατες (dialytikótates) διαλυτικότατα (dialytikótata)
vocative διαλυτικότατε (dialytikótate) διαλυτικότατη (dialytikótati) διαλυτικότατο (dialytikótato) διαλυτικότατοι (dialytikótatoi) διαλυτικότατες (dialytikótates) διαλυτικότατα (dialytikótata)

Derived terms