δια- (dia-) + χωρίζω (khōrízō)
διαχωρίζω • (diakhōrízō)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | διεχώρῐζον | διεχώρῐζες | διεχώρῐζε(ν) | διεχωρῐ́ζετον | διεχωρῐζέτην | διεχωρῐ́ζομεν | διεχωρῐ́ζετε | διεχώρῐζον | ||||
middle/ passive |
indicative | διεχωρῐζόμην | διεχωρῐ́ζου | διεχωρῐ́ζετο | διεχωρῐ́ζεσθον | διεχωρῐζέσθην | διεχωρῐζόμεθᾰ | διεχωρῐ́ζεσθε | διεχωρῐ́ζοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | διεκεχωρῐ́κειν, διεκεχωρῐ́κη |
διεκεχωρῐ́κεις, διεκεχωρῐ́κης |
διεκεχωρῐ́κει(ν) | διεκεχωρῐ́κετον | διεκεχωρῐκέτην | διεκεχωρῐ́κεμεν | διεκεχωρῐ́κετε | διεκεχωρῐ́κεσᾰν | ||||
middle/ passive |
indicative | διεκεχωρῐ́σμην | διεκεχώρῐσο | διεκεχώρῐστο | διεκεχώρῐσθον | διεκεχωρῐ́σθην | διεκεχωρῐ́σμεθᾰ | διεκεχώρῐσθε | διεκεχωρῐ́δᾰτο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
From Ancient Greek διαχωρίζω (diakhōrízō). By surface analysis, δια- (dia-) + χωρίζω (chorízo).
διαχωρίζω • (diachorízo) (past διαχώρισα, passive διαχωρίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαχωρίζω | διαχωρίσω | διαχωρίζομαι | διαχωριστώ |
2 sg | διαχωρίζεις | διαχωρίσεις | διαχωρίζεσαι | διαχωριστείς |
3 sg | διαχωρίζει | διαχωρίσει | διαχωρίζεται | διαχωριστεί |
1 pl | διαχωρίζουμε, [‑ομε] | διαχωρίσουμε, [‑ομε] | διαχωριζόμαστε | διαχωριστούμε |
2 pl | διαχωρίζετε | διαχωρίσετε | διαχωρίζεστε, διαχωριζόσαστε | διαχωριστείτε |
3 pl | διαχωρίζουν(ε) | διαχωρίσουν(ε) | διαχωρίζονται | διαχωριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διαχώριζα | διαχώρισα | διαχωριζόμουν(α) | διαχωρίστηκα |
2 sg | διαχώριζες | διαχώρισες | διαχωριζόσουν(α) | διαχωρίστηκες |
3 sg | διαχώριζε | διαχώρισε | διαχωριζόταν(ε) | διαχωρίστηκε |
1 pl | διαχωρίζαμε | διαχωρίσαμε | διαχωριζόμασταν, (‑όμαστε) | διαχωριστήκαμε |
2 pl | διαχωρίζατε | διαχωρίσατε | διαχωριζόσασταν, (‑όσαστε) | διαχωριστήκατε |
3 pl | διαχώριζαν, διαχωρίζαν(ε) | διαχώρισαν, διαχωρίσαν(ε) | διαχωρίζονταν, (διαχωριζόντουσαν) | διαχωρίστηκαν, διαχωριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαχωρίζω ➤ | θα διαχωρίσω ➤ | θα διαχωρίζομαι ➤ | θα διαχωριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαχωρίζεις, … | θα διαχωρίσεις, … | θα διαχωρίζεσαι, … | θα διαχωριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαχωρίσει έχω, έχεις, … διαχωρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαχωριστεί είμαι, είσαι, … διαχωρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαχωρίσει είχα, είχες, … διαχωρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαχωριστεί ήμουν, ήσουν, … διαχωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαχωρίσει θα έχω, θα έχεις, … διαχωρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαχωριστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαχωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διαχώριζε | διαχώρισε | — | διαχωρίσου |
2 pl | διαχωρίζετε | διαχωρίστε | διαχωρίζεστε | διαχωριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαχωρίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαχωρίσει ➤ | διαχωρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαχωρίσει | διαχωριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||