Learned borrowing from Koine Greek διεκδικῶ (diekdikô, “to take revenge”) with semantic loan from Latin vindicō and later from French revendiquer.[1] Morphologically, δι- from δια- (di- from dia-) + ἐκδικῶ (ekdikô, “avenge, punish”) (uncontracted ἐκδικέω (ekdikéō), for which see the modern εκδικούμαι (ekdikoúmai).
διεκδικώ • (diekdikó) (past διεκδίκησα, passive διεκδικούμαι, p‑past διεκδικήθηκα, ppp διεκδικημένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διεκδικώ | διεκδικήσω | διεκδικούμαι | διεκδικηθώ |
2 sg | διεκδικείς | διεκδικήσεις | διεκδικείσαι | διεκδικηθείς |
3 sg | διεκδικεί | διεκδικήσει | διεκδικείται | διεκδικηθεί |
1 pl | διεκδικούμε | διεκδικήσουμε, [-ομε] | διεκδικούμαστε | διεκδικηθούμε |
2 pl | διεκδικείτε | διεκδικήσετε | διεκδικείστε | διεκδικηθείτε |
3 pl | διεκδικούν(ε) | διεκδικήσουν(ε) | διεκδικούνται | διεκδικηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διεκδικούσα | διεκδίκησα | [διεκδικούμουν(α)] | διεκδικήθηκα |
2 sg | διεκδικούσες | διεκδίκησες | [διεκδικούσουν(α)] | διεκδικήθηκες |
3 sg | διεκδικούσε | διεκδίκησε | διεκδικούνταν, {διεκδικείτο} | διεκδικήθηκε |
1 pl | διεκδικούσαμε | διεκδικήσαμε | διεκδικούμασταν, (‑ούμαστε) | διεκδικηθήκαμε |
2 pl | διεκδικούσατε | διεκδικήσατε | [διεκδικούσασταν, (‑ούσαστε)] | διεκδικηθήκατε |
3 pl | διεκδικούσαν(ε) | διεκδίκησαν, διεκδικήσαν(ε) | διεκδικούνταν, {διεκδικούντο} | διεκδικήθηκαν, διεκδικηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διεκδικώ ➤ | θα διεκδικήσω ➤ | θα διεκδικούμαι ➤ | θα διεκδικηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διεκδικείς, … | θα διεκδικήσεις, … | θα διεκδικείσαι, … | θα διεκδικηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διεκδικήσει έχω, έχεις, … διεκδικημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διεκδικηθεί είμαι, είσαι, … διεκδικημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διεκδικήσει είχα, είχες, … διεκδικημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διεκδικηθεί ήμουν, ήσουν, … διεκδικημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διεκδικήσει θα έχω, θα έχεις, … διεκδικημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διεκδικηθεί θα είμαι, θα είσαι, … διεκδικημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διεκδίκησε | — | διεκδικήσου |
2 pl | διεκδικείτε | διεκδικήστε | διεκδικείστε | διεκδικηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διεκδικώντας ➤ | διεκδικούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διεκδικήσει ➤ | διεκδικημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διεκδικήσει | διεκδικηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||