From Ancient Greek δημοτικός, from δημότης (dēmótēs), from δῆμος (dêmos, “country, land”). For music, songs: calque of German Volkslieder.[1]
δημοτικός • (dimotikós) m (feminine δημοτική, neuter δημοτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημοτικός • | δημοτική • | δημοτικό • | δημοτικοί • | δημοτικές • | δημοτικά • |
genitive | δημοτικού • | δημοτικής • | δημοτικού • | δημοτικών • | δημοτικών • | δημοτικών • |
accusative | δημοτικό • | δημοτική • | δημοτικό • | δημοτικούς • | δημοτικές • | δημοτικά • |
vocative | δημοτικέ • | δημοτική • | δημοτικό • | δημοτικοί • | δημοτικές • | δημοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δημοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δημοτικός, etc.) |