From Byzantine Greek διαβάζω (diabázō), simplification of Ancient Greek διαβιβάζω (diabibázō, “to transmit, to send on”). By surface analysis, δια- (“through”) + βιβάζω (“cause to mount”), βιβάζω being the causative of βαίνω (baínō, “to go”). Cognate with Mariupol Greek дъавазу (ðavazu).
διαβάζω • (diavázo) (past διάβασα, passive διαβάζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαβάζω | διαβάσω | διαβάζομαι | διαβαστώ |
2 sg | διαβάζεις | διαβάσεις | διαβάζεσαι | διαβαστείς |
3 sg | διαβάζει | διαβάσει | διαβάζεται | διαβαστεί |
1 pl | διαβάζουμε, [‑ομε] | διαβάσουμε, [‑ομε] | διαβαζόμαστε | διαβαστούμε |
2 pl | διαβάζετε | διαβάσετε | διαβάζεστε, διαβαζόσαστε | διαβαστείτε |
3 pl | διαβάζουν(ε) | διαβάσουν(ε) | διαβάζονται | διαβαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διάβαζα | διάβασα | διαβαζόμουν(α) | διαβάστηκα |
2 sg | διάβαζες | διάβασες | διαβαζόσουν(α) | διαβάστηκες |
3 sg | διάβαζε | διάβασε | διαβαζόταν(ε) | διαβάστηκε |
1 pl | διαβάζαμε | διαβάσαμε | διαβαζόμασταν, (‑όμαστε) | διαβαστήκαμε |
2 pl | διαβάζατε | διαβάσατε | διαβαζόσασταν, (‑όσαστε) | διαβαστήκατε |
3 pl | διάβαζαν, διαβάζαν(ε) | διάβασαν, διαβάσαν(ε) | διαβάζονταν, (διαβαζόντουσαν) | διαβάστηκαν, διαβαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαβάζω ➤ | θα διαβάσω ➤ | θα διαβάζομαι ➤ | θα διαβαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαβάζεις, … | θα διαβάσεις, … | θα διαβάζεσαι, … | θα διαβαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαβάσει έχω, έχεις, … διαβασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαβαστεί είμαι, είσαι, … διαβασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαβάσει είχα, είχες, … διαβασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαβαστεί ήμουν, ήσουν, … διαβασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαβάσει θα έχω, θα έχεις, … διαβασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαβαστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαβασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διάβαζε | διάβασε | — | διαβάσου |
2 pl | διαβάζετε | διαβάστε | διαβάζεστε | διαβαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαβάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαβάσει ➤ | διαβασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαβάσει | διαβαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||