Hello, you have come here looking for the meaning of the word
παραπέμπω . In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
παραπέμπω , but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
παραπέμπω in singular and plural. Everything you need to know about the word
παραπέμπω you have here. The definition of the word
παραπέμπω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
παραπέμπω , as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Ancient Greek
Etymology
From παρα- ( para- ) + πέμπω ( pémpō ) .
Pronunciation
IPA (key ) : /pa.ra.pém.pɔː/ → /pa.raˈpem.po/ → /pa.raˈpem.bo/
Verb
παραπέμπω • (parapémpō )
to send past, convey past or through
to send by or along the coast
to escort , convoy
to send troops to the flank
to pass on to
to send away , dismiss
Conjugation
Descendants
Further reading
Greek
Etymology
From Ancient Greek παραπέμπω ( parapémpō ) .
Pronunciation
IPA (key ) : /pa.ɾaˈpem.bo/
Hyphenation: πα‧ρα‧πέμ‧πω
Hyphenation: πα‧ρα‧πέ‧μπω
Verb
παραπέμπω • (parapémpo ) (past παρέπεμψα , passive παραπέμπομαι )
to refer ( direct to a source for help or information )
Conjugation
παραπέμπω παραπέμπομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παραπέμπω
παραπέμψω
παραπέμπομαι
παραπεμφθώ
2 sg
παραπέμπεις
παραπέμψεις
παραπέμπεσαι
παραπεμφθείς
3 sg
παραπέμπει
παραπέμψει
παραπέμπεται
παραπεμφθεί
1 pl
παραπέμπουμε , [‑ομε ]
παραπέμψουμε , [‑ομε ]
παραπεμπόμαστε
παραπεμφθούμε
2 pl
παραπέμπετε
παραπέμψετε
παραπέμπεστε , παραπεμπόσαστε
παραπεμφθείτε
3 pl
παραπέμπουν (ε )
παραπέμψουν (ε )
παραπέμπονται
παραπεμφθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρέπεμπα
παρέπεμψα
παραπεμπόμουν (α )
παραπέμφθηκα
2 sg
παρέπεμπες
παρέπεμψες
παραπεμπόσουν (α )
παραπέμφθηκες
3 sg
παρέπεμπε
παρέπεμψε
παραπεμπόταν (ε )
παραπέμφθηκε
1 pl
παραπέμπαμε
παραπέμψαμε
παραπεμπόμασταν , (‑όμαστε )
παραπεμφθήκαμε
2 pl
παραπέμπατε
παραπέμψατε
παραπεμπόσασταν , (‑όσαστε )
παραπεμφθήκατε
3 pl
παρέπεμπαν , παραπέμπαν (ε )
παρέπεμψαν , παραπέμψαν (ε )
παραπέμπονταν , (παραπεμπόντουσαν )
παραπέμφθηκαν , παραπεμφθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παραπέμπω ➤
θα παραπέμψω ➤
θα παραπέμπομαι ➤
θα παραπεμφθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παραπέμπεις , …
θα παραπέμψεις , …
θα παραπέμπεσαι , …
θα παραπεμφθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παραπέμψει
έχω, έχεις, … παραπεμφθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παραπέμψει
είχα, είχες, … παραπεμφθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … παραπέμψει
θα έχω, θα έχεις, … παραπεμφθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παράπεμπε
παράπεμψε
—
παραπέμψου
2 pl
παραπέμπετε
παραπέμψτε
παραπέμπεστε
παραπεμφθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παραπέμποντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας παραπέμψει ➤
—
Nonfinite form➤
παραπέμψει
παραπεμφθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.