πορφύρᾱ (porphúrā) + -εος (-eos), of unknown, perhaps Semitic, origin. The association with πορφύρω (porphúrō, “to surge up (of waves)”), through an association with the “wine-dark sea”, is a folk etymology.
πορφύρεος • (porphúreos) m (feminine πορφυρέη, neuter πορφύρεον); first/second declension (Epic)
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | πορφῠ́ρεος porphúreos |
πορφῠρέη porphuréē |
πορφῠ́ρεον porphúreon |
πορφῠρέω porphuréō |
πορφῠρέᾱ porphuréā |
πορφῠρέω porphuréō |
πορφῠ́ρεοι porphúreoi |
πορφῠ́ρεαι porphúreai |
πορφῠ́ρεᾰ porphúrea | |||||
Genitive | πορφῠρέου / πορφῠρεοῖο / πορφῠρέοιο / πορφῠρεόο / πορφῠρέοο porphuréou / porphureoîo / porphuréoio / porphureóo / porphuréoo |
πορφῠρέης porphuréēs |
πορφῠρέου / πορφῠρεοῖο / πορφῠρέοιο / πορφῠρεόο / πορφῠρέοο porphuréou / porphureoîo / porphuréoio / porphureóo / porphuréoo |
πορφῠρέοιῐν porphuréoiin |
πορφῠρέαιν / πορφῠρέαιῐν / πορφῠρέῃῐν porphuréai(i)n / porphuréēiin |
πορφῠρέοιῐν porphuréoiin |
πορφῠρέων porphuréōn |
πορφῠρεᾱ́ων / πορφῠρεέ͜ων / πορφῠρεῶν porphureā́ōn / porphureé͜ōn / porphureôn |
πορφῠρέων porphuréōn | |||||
Dative | πορφῠρέῳ porphuréōi |
πορφῠρέῃ porphuréēi |
πορφῠρέῳ porphuréōi |
πορφῠρέοιῐν porphuréoiin |
πορφῠρέαιν / πορφῠρέαιῐν / πορφῠρέῃῐν porphuréai(i)n / porphuréēiin |
πορφῠρέοιῐν porphuréoiin |
πορφῠρέοισῐ / πορφῠρέοισῐν / πορφῠρέοις porphuréoisi(n) / porphuréois |
πορφῠρέῃσῐ / πορφῠρέῃσῐν / πορφῠρέῃς / πορφῠρέαις porphuréēisi(n) / porphuréēis / porphuréais |
πορφῠρέοισῐ / πορφῠρέοισῐν / πορφῠρέοις porphuréoisi(n) / porphuréois | |||||
Accusative | πορφῠ́ρεον porphúreon |
πορφῠρέην porphuréēn |
πορφῠ́ρεον porphúreon |
πορφῠρέω porphuréō |
πορφῠρέᾱ porphuréā |
πορφῠρέω porphuréō |
πορφῠρέους porphuréous |
πορφῠρέᾱς porphuréās |
πορφῠ́ρεᾰ porphúrea | |||||
Vocative | πορφῠ́ρεε porphúree |
πορφῠρέη porphuréē |
πορφῠ́ρεον porphúreon |
πορφῠρέω porphuréō |
πορφῠρέᾱ porphuréā |
πορφῠρέω porphuréō |
πορφῠ́ρεοι porphúreoi |
πορφῠ́ρεαι porphúreai |
πορφῠ́ρεᾰ porphúrea | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
πορφῠρέως porphuréōs |
πορφῠρεώτερος porphureṓteros |
πορφῠρεώτᾰτος porphureṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
λευκός (leukós) | γλαυκός (glaukós), κῐλλός (killós), πολῐός (poliós), φαιός (phaiós), χαροπός (kharopós) | ᾰ̓μαυρός (amaurós), κελαινός (kelainós), μαυρός (maurós), μέλᾱς (mélās) |
ἐρῠθρός (eruthrós); κᾰρῡ́κῐνος (karū́kinos), κόκκῐνος (kókkinos), φοινός (phoinós) | πυρρός (purrhós); ὄρφνῐνος (órphninos) | μήλινος (mḗlinos), ξᾰνθός (xanthós); ὠχρός (ōkhrós) |
πρᾰ́σῐνος (prásinos) | χλωρός (khlōrós) | χλωρός (khlōrós); χλωρομέλᾱς (khlōromélās) |
κῠᾰ́νεος (kuáneos); γλαυκός (glaukós), κᾰλάϊνος (kaláïnos) | κῠᾰ́νεος (kuáneos) | κῠᾰ́νεος (kuáneos), ὑᾰκῐ́νθῐνος (huakínthinos) |
ἰόεις (ióeis), φοινῑ́κεος (phoinī́keos); ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos), οἶνοψ (oînops) | φοινῑ́κεος (phoinī́keos); ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos) | ῥόδινος (rhódinos), ῥοδόεις (rhodóeis) |