σκοτεινός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σκοτεινός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σκοτεινός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σκοτεινός in singular and plural. Everything you need to know about the word σκοτεινός you have here. The definition of the word σκοτεινός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσκοτεινός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From σκότος (skótos, darkness) +‎ -εινός (-einós).

Pronunciation

 

Adjective

σκοτεινός (skoteinósm (feminine σκοτεινή, neuter σκοτεινόν); first/second declension

  1. dark, obscure, dim
    Synonym: ὀρφνός (orphnós)
  2. (figuratively) dark, obscure, secret

Declension

Derived terms

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek σκότος (skótos).

Adjective

σκοτεινός (skoteinósm (feminine σκοτεινή, neuter σκοτεινό)

  1. dark, mysterious, shady
  2. dim
  3. (figurative) untrustworthy, shady

Declension

Declension of σκοτεινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκοτεινός (skoteinós) σκοτεινή (skoteiní) σκοτεινό (skoteinó) σκοτεινοί (skoteinoí) σκοτεινές (skoteinés) σκοτεινά (skoteiná)
genitive σκοτεινού (skoteinoú) σκοτεινής (skoteinís) σκοτεινού (skoteinoú) σκοτεινών (skoteinón) σκοτεινών (skoteinón) σκοτεινών (skoteinón)
accusative σκοτεινό (skoteinó) σκοτεινή (skoteiní) σκοτεινό (skoteinó) σκοτεινούς (skoteinoús) σκοτεινές (skoteinés) σκοτεινά (skoteiná)
vocative σκοτεινέ (skoteiné) σκοτεινή (skoteiní) σκοτεινό (skoteinó) σκοτεινοί (skoteinoí) σκοτεινές (skoteinés) σκοτεινά (skoteiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκοτεινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκοτεινός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκοτεινότερος (skoteinóteros) σκοτεινότερη (skoteinóteri) σκοτεινότερο (skoteinótero) σκοτεινότεροι (skoteinóteroi) σκοτεινότερες (skoteinóteres) σκοτεινότερα (skoteinótera)
genitive σκοτεινότερου (skoteinóterou) σκοτεινότερης (skoteinóteris) σκοτεινότερου (skoteinóterou) σκοτεινότερων (skoteinóteron) σκοτεινότερων (skoteinóteron) σκοτεινότερων (skoteinóteron)
accusative σκοτεινότερο (skoteinótero) σκοτεινότερη (skoteinóteri) σκοτεινότερο (skoteinótero) σκοτεινότερους (skoteinóterous) σκοτεινότερες (skoteinóteres) σκοτεινότερα (skoteinótera)
vocative σκοτεινότερε (skoteinótere) σκοτεινότερη (skoteinóteri) σκοτεινότερο (skoteinótero) σκοτεινότεροι (skoteinóteroi) σκοτεινότερες (skoteinóteres) σκοτεινότερα (skoteinótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σκοτεινότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκοτεινότατος (skoteinótatos) σκοτεινότατη (skoteinótati) σκοτεινότατο (skoteinótato) σκοτεινότατοι (skoteinótatoi) σκοτεινότατες (skoteinótates) σκοτεινότατα (skoteinótata)
genitive σκοτεινότατου (skoteinótatou) σκοτεινότατης (skoteinótatis) σκοτεινότατου (skoteinótatou) σκοτεινότατων (skoteinótaton) σκοτεινότατων (skoteinótaton) σκοτεινότατων (skoteinótaton)
accusative σκοτεινότατο (skoteinótato) σκοτεινότατη (skoteinótati) σκοτεινότατο (skoteinótato) σκοτεινότατους (skoteinótatous) σκοτεινότατες (skoteinótates) σκοτεινότατα (skoteinótata)
vocative σκοτεινότατε (skoteinótate) σκοτεινότατη (skoteinótati) σκοτεινότατο (skoteinótato) σκοτεινότατοι (skoteinótatoi) σκοτεινότατες (skoteinótates) σκοτεινότατα (skoteinótata)

Further reading