στοχαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word στοχαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word στοχαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say στοχαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word στοχαστικός you have here. The definition of the word στοχαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofστοχαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From στόχος (stókhos, aim, target).

Pronunciation

 

Adjective

στοχᾰστῐκός (stokhastikósm (feminine στοχᾰστῐκή, neuter στοχᾰστῐκόν); first/second declension

  1. capable of hitting
  2. Acting based on guesswork

Inflection

Further reading

Greek

Adjective

στοχαστικός (stochastikósm (feminine στοχαστική, neuter στοχαστικό)

  1. (philosophy, mathematics) stochastic

Declension

Declension of στοχαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοχαστικός (stochastikós) στοχαστική (stochastikí) στοχαστικό (stochastikó) στοχαστικοί (stochastikoí) στοχαστικές (stochastikés) στοχαστικά (stochastiká)
genitive στοχαστικού (stochastikoú) στοχαστικής (stochastikís) στοχαστικού (stochastikoú) στοχαστικών (stochastikón) στοχαστικών (stochastikón) στοχαστικών (stochastikón)
accusative στοχαστικό (stochastikó) στοχαστική (stochastikí) στοχαστικό (stochastikó) στοχαστικούς (stochastikoús) στοχαστικές (stochastikés) στοχαστικά (stochastiká)
vocative στοχαστικέ (stochastiké) στοχαστική (stochastikí) στοχαστικό (stochastikó) στοχαστικοί (stochastikoí) στοχαστικές (stochastikés) στοχαστικά (stochastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοχαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοχαστικός, etc.)

Derived terms