From στόχος (stókhos, “aim, target”).
στοχᾰστῐκός • (stokhăstĭkós) m (feminine στοχᾰστῐκή, neuter στοχᾰστῐκόν); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | στοχᾰστῐκός stokhăstĭkós |
στοχᾰστῐκή stokhăstĭkḗ |
στοχᾰστῐκόν stokhăstĭkón |
στοχᾰστῐκώ stokhăstĭkṓ |
στοχᾰστῐκᾱ́ stokhăstĭkā́ |
στοχᾰστῐκώ stokhăstĭkṓ |
στοχᾰστῐκοί stokhăstĭkoí |
στοχᾰστῐκαί stokhăstĭkaí |
στοχᾰστῐκᾰ́ stokhăstĭkắ | |||||
Genitive | στοχᾰστῐκοῦ stokhăstĭkoû |
στοχᾰστῐκῆς stokhăstĭkês |
στοχᾰστῐκοῦ stokhăstĭkoû |
στοχᾰστῐκοῖν stokhăstĭkoîn |
στοχᾰστῐκαῖν stokhăstĭkaîn |
στοχᾰστῐκοῖν stokhăstĭkoîn |
στοχᾰστῐκῶν stokhăstĭkôn |
στοχᾰστῐκῶν stokhăstĭkôn |
στοχᾰστῐκῶν stokhăstĭkôn | |||||
Dative | στοχᾰστῐκῷ stokhăstĭkôi |
στοχᾰστῐκῇ stokhăstĭkêi |
στοχᾰστῐκῷ stokhăstĭkôi |
στοχᾰστῐκοῖν stokhăstĭkoîn |
στοχᾰστῐκαῖν stokhăstĭkaîn |
στοχᾰστῐκοῖν stokhăstĭkoîn |
στοχᾰστῐκοῖς stokhăstĭkoîs |
στοχᾰστῐκαῖς stokhăstĭkaîs |
στοχᾰστῐκοῖς stokhăstĭkoîs | |||||
Accusative | στοχᾰστῐκόν stokhăstĭkón |
στοχᾰστῐκήν stokhăstĭkḗn |
στοχᾰστῐκόν stokhăstĭkón |
στοχᾰστῐκώ stokhăstĭkṓ |
στοχᾰστῐκᾱ́ stokhăstĭkā́ |
στοχᾰστῐκώ stokhăstĭkṓ |
στοχᾰστῐκούς stokhăstĭkoús |
στοχᾰστῐκᾱ́ς stokhăstĭkā́s |
στοχᾰστῐκᾰ́ stokhăstĭkắ | |||||
Vocative | στοχᾰστῐκέ stokhăstĭké |
στοχᾰστῐκή stokhăstĭkḗ |
στοχᾰστῐκόν stokhăstĭkón |
στοχᾰστῐκώ stokhăstĭkṓ |
στοχᾰστῐκᾱ́ stokhăstĭkā́ |
στοχᾰστῐκώ stokhăstĭkṓ |
στοχᾰστῐκοί stokhăstĭkoí |
στοχᾰστῐκαί stokhăstĭkaí |
στοχᾰστῐκᾰ́ stokhăstĭkắ | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
στοχᾰστῐκῶς stokhăstĭkôs |
στοχᾰστῐκώτερος stokhăstĭkṓteros |
στοχᾰστῐκώτᾰτος stokhăstĭkṓtătos | ||||||||||||
Notes: |
|
στοχαστικός • (stochastikós) m (feminine στοχαστική, neuter στοχαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στοχαστικός (stochastikós) | στοχαστική (stochastikí) | στοχαστικό (stochastikó) | στοχαστικοί (stochastikoí) | στοχαστικές (stochastikés) | στοχαστικά (stochastiká) | |
genitive | στοχαστικού (stochastikoú) | στοχαστικής (stochastikís) | στοχαστικού (stochastikoú) | στοχαστικών (stochastikón) | στοχαστικών (stochastikón) | στοχαστικών (stochastikón) | |
accusative | στοχαστικό (stochastikó) | στοχαστική (stochastikí) | στοχαστικό (stochastikó) | στοχαστικούς (stochastikoús) | στοχαστικές (stochastikés) | στοχαστικά (stochastiká) | |
vocative | στοχαστικέ (stochastiké) | στοχαστική (stochastikí) | στοχαστικό (stochastikó) | στοχαστικοί (stochastikoí) | στοχαστικές (stochastikés) | στοχαστικά (stochastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοχαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοχαστικός, etc.)