3 Résultats trouvés pour "σκιομαντεία".

σκιομαντεία

(« âme, esprit des morts ») et de μαντεία, manteía (« divination »). σκιομαντεία, skiomanteía *\Prononciation ?\ féminin Nécromancie, invocation des âmes...


sciomancie

Du grec ancien σκιομαντεία, skiomanteía (« invocation des âmes des défunts »). sciomancie \si.ɔ.mɑ̃.si\ féminin (Occultisme) Nécromancie. Exemple d’utilisation...


μαντεία

ὀρνιθομαντεία ὀρθομαντεία προμαντεία πυρομαντεία θεομαντεία ῥαβδομαντεία σκιομαντεία ὑδρομαντεία ψυχομαντεία Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français...