From Koine Greek ἀνοικτός (anoiktós).
ανοιχτός • (anoichtós) m (feminine ανοιχτή, neuter ανοιχτό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανοιχτός (anoichtós) | ανοιχτή (anoichtí) | ανοιχτό (anoichtó) | ανοιχτοί (anoichtoí) | ανοιχτές (anoichtés) | ανοιχτά (anoichtá) | |
genitive | ανοιχτού (anoichtoú) | ανοιχτής (anoichtís) | ανοιχτού (anoichtoú) | ανοιχτών (anoichtón) | ανοιχτών (anoichtón) | ανοιχτών (anoichtón) | |
accusative | ανοιχτό (anoichtó) | ανοιχτή (anoichtí) | ανοιχτό (anoichtó) | ανοιχτούς (anoichtoús) | ανοιχτές (anoichtés) | ανοιχτά (anoichtá) | |
vocative | ανοιχτέ (anoichté) | ανοιχτή (anoichtí) | ανοιχτό (anoichtó) | ανοιχτοί (anoichtoí) | ανοιχτές (anoichtés) | ανοιχτά (anoichtá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτός, etc.)
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοιχτότερος (anoichtóteros) | ανοιχτότερη (anoichtóteri) | ανοιχτότερο (anoichtótero) | ανοιχτότεροι (anoichtóteroi) | ανοιχτότερες (anoichtóteres) | ανοιχτότερα (anoichtótera) |
genitive | ανοιχτότερου (anoichtóterou) | ανοιχτότερης (anoichtóteris) | ανοιχτότερου (anoichtóterou) | ανοιχτότερων (anoichtóteron) | ανοιχτότερων (anoichtóteron) | ανοιχτότερων (anoichtóteron) |
accusative | ανοιχτότερο (anoichtótero) | ανοιχτότερη (anoichtóteri) | ανοιχτότερο (anoichtótero) | ανοιχτότερους (anoichtóterous) | ανοιχτότερες (anoichtóteres) | ανοιχτότερα (anoichtótera) |
vocative | ανοιχτότερε (anoichtótere) | ανοιχτότερη (anoichtóteri) | ανοιχτότερο (anoichtótero) | ανοιχτότεροι (anoichtóteroi) | ανοιχτότερες (anoichtóteres) | ανοιχτότερα (anoichtótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανοιχτότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοιχτότατος (anoichtótatos) | ανοιχτότατη (anoichtótati) | ανοιχτότατο (anoichtótato) | ανοιχτότατοι (anoichtótatoi) | ανοιχτότατες (anoichtótates) | ανοιχτότατα (anoichtótata) |
genitive | ανοιχτότατου (anoichtótatou) | ανοιχτότατης (anoichtótatis) | ανοιχτότατου (anoichtótatou) | ανοιχτότατων (anoichtótaton) | ανοιχτότατων (anoichtótaton) | ανοιχτότατων (anoichtótaton) |
accusative | ανοιχτότατο (anoichtótato) | ανοιχτότατη (anoichtótati) | ανοιχτότατο (anoichtótato) | ανοιχτότατους (anoichtótatous) | ανοιχτότατες (anoichtótates) | ανοιχτότατα (anoichtótata) |
vocative | ανοιχτότατε (anoichtótate) | ανοιχτότατη (anoichtótati) | ανοιχτότατο (anoichtótato) | ανοιχτότατοι (anoichtótatoi) | ανοιχτότατες (anoichtótates) | ανοιχτότατα (anoichtótata) |