δίκαιος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δίκαιος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δίκαιος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δίκαιος in singular and plural. Everything you need to know about the word δίκαιος you have here. The definition of the word δίκαιος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδίκαιος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: Δίκαιος

Ancient Greek

Etymology

From δῐ́κη (díkē, custom, right) +‎ -ῐος (-ios, adjective suffix).[1]

Pronunciation

 

Adjective

δῐ́καιος (díkaiosm (feminine δῐκαίᾱ, neuter δῐ́καιον); first/second declension

  1. observant of custom, orderly, civilized
  2. righteous
  3. equal, even, balanced
  4. exact, specific
  5. lawful, just, right
  6. fitting, normal
  7. real, genuine

Declension

Antonyms

Derived terms

Descendants

  • Coptic: ⲇⲓⲕⲁⲓⲟⲥ (dikaios)
  • Greek: δίκαιος (díkaios, fair, just)

References

  1. ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “δίκη (> DER > δίκαιος)”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, pages 334-5

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek δίκαιος (díkaios, right, just, honest).

Adjective

δίκαιος (díkaiosm (feminine δίκαιη, neuter δίκαιο)

  1. just (of a legal process or judgement)
  2. equitable, fair

Declension

Declension of δίκαιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δίκαιος (díkaios) δίκαιη (díkaii) δίκαιο (díkaio) δίκαιοι (díkaioi) δίκαιες (díkaies) δίκαια (díkaia)
genitive δίκαιου (díkaiou) δίκαιης (díkaiis) δίκαιου (díkaiou) δίκαιων (díkaion) δίκαιων (díkaion) δίκαιων (díkaion)
accusative δίκαιο (díkaio) δίκαιη (díkaii) δίκαιο (díkaio) δίκαιους (díkaious) δίκαιες (díkaies) δίκαια (díkaia)
vocative δίκαιε (díkaie) δίκαιη (díkaii) δίκαιο (díkaio) δίκαιοι (díkaioi) δίκαιες (díkaies) δίκαια (díkaia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δίκαιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δίκαιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικαιότερος (dikaióteros) δικαιότερη (dikaióteri) δικαιότερο (dikaiótero) δικαιότεροι (dikaióteroi) δικαιότερες (dikaióteres) δικαιότερα (dikaiótera)
genitive δικαιότερου (dikaióterou) δικαιότερης (dikaióteris) δικαιότερου (dikaióterou) δικαιότερων (dikaióteron) δικαιότερων (dikaióteron) δικαιότερων (dikaióteron)
accusative δικαιότερο (dikaiótero) δικαιότερη (dikaióteri) δικαιότερο (dikaiótero) δικαιότερους (dikaióterous) δικαιότερες (dikaióteres) δικαιότερα (dikaiótera)
vocative δικαιότερε (dikaiótere) δικαιότερη (dikaióteri) δικαιότερο (dikaiótero) δικαιότεροι (dikaióteroi) δικαιότερες (dikaióteres) δικαιότερα (dikaiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δικαιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικαιότατος (dikaiótatos) δικαιότατη (dikaiótati) δικαιότατο (dikaiótato) δικαιότατοι (dikaiótatoi) δικαιότατες (dikaiótates) δικαιότατα (dikaiótata)
genitive δικαιότατου (dikaiótatou) δικαιότατης (dikaiótatis) δικαιότατου (dikaiótatou) δικαιότατων (dikaiótaton) δικαιότατων (dikaiótaton) δικαιότατων (dikaiótaton)
accusative δικαιότατο (dikaiótato) δικαιότατη (dikaiótati) δικαιότατο (dikaiótato) δικαιότατους (dikaiótatous) δικαιότατες (dikaiótates) δικαιότατα (dikaiótata)
vocative δικαιότατε (dikaiótate) δικαιότατη (dikaiótati) δικαιότατο (dikaiótato) δικαιότατοι (dikaiótatoi) δικαιότατες (dikaiótates) δικαιότατα (dikaiótata)

Descendants