Derived from μόναρχος (mónarkhos, “monarch”) + -ία (-ía, noun-forming suffix).
By surface analysis, μόνος (mónos, “sole, only”) + -αρχία (-arkhía, “rule, government”).
μοναρχίᾱ • (monarkhíā) f (genitive μοναρχίᾱς); first declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ μοναρχίᾱ hē monarkhíā |
τὼ μοναρχίᾱ tṑ monarkhíā |
αἱ μοναρχίαι hai monarkhíai | ||||||||||
Genitive | τῆς μοναρχίᾱς tês monarkhíās |
τοῖν μοναρχίαιν toîn monarkhíain |
τῶν μοναρχιῶν tôn monarkhiôn | ||||||||||
Dative | τῇ μοναρχίᾳ têi monarkhíāi |
τοῖν μοναρχίαιν toîn monarkhíain |
ταῖς μοναρχίαις taîs monarkhíais | ||||||||||
Accusative | τὴν μοναρχίᾱν tḕn monarkhíān |
τὼ μοναρχίᾱ tṑ monarkhíā |
τᾱ̀ς μοναρχίᾱς tā̀s monarkhíās | ||||||||||
Vocative | μοναρχίᾱ monarkhíā |
μοναρχίᾱ monarkhíā |
μοναρχίαι monarkhíai | ||||||||||
Notes: |
|
μοναρχία • (monarchía) f (plural μοναρχίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοναρχία (monarchía) | μοναρχίες (monarchíes) |
genitive | μοναρχίας (monarchías) | μοναρχιών (monarchión) |
accusative | μοναρχία (monarchía) | μοναρχίες (monarchíes) |
vocative | μοναρχία (monarchía) | μοναρχίες (monarchíes) |