From κᾰνον- (kanon-), the oblique stem of κᾰνών (kanṓn, “rule, standard”), + -ῐ́ζω (-ízō, denominative verb suffix).
κᾰνονῐ́ζω • (kanonízō)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐκᾰνόνῐζον | ἐκᾰνόνῐζες | ἐκᾰνόνῐζε(ν) | ἐκᾰνονῐ́ζετον | ἐκᾰνονῐζέτην | ἐκᾰνονῐ́ζομεν | ἐκᾰνονῐ́ζετε | ἐκᾰνόνῐζον | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐκᾰνονῐζόμην | ἐκᾰνονῐ́ζου | ἐκᾰνονῐ́ζετο | ἐκᾰνονῐ́ζεσθον | ἐκᾰνονῐζέσθην | ἐκᾰνονῐζόμεθᾰ | ἐκᾰνονῐ́ζεσθε | ἐκᾰνονῐ́ζοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐκεκᾰνονῐ́κειν, ἐκεκᾰνονῐ́κη |
ἐκεκᾰνονῐ́κεις, ἐκεκᾰνονῐ́κης |
ἐκεκᾰνονῐ́κει(ν) | ἐκεκᾰνονῐ́κετον | ἐκεκᾰνονῐκέτην | ἐκεκᾰνονῐ́κεμεν | ἐκεκᾰνονῐ́κετε | ἐκεκᾰνονῐ́κεσᾰν | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐκεκᾰνονῐ́σμην | ἐκεκᾰνόνῐσο | ἐκεκᾰνόνῐστο | ἐκεκᾰνόνῐσθον | ἐκεκᾰνονῐ́σθην | ἐκεκᾰνονῐ́σμεθᾰ | ἐκεκᾰνόνῐσθε | ἐκεκᾰνονῐ́δᾰτο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
From Ancient Greek κᾰνονῐ́ζω (kanonízō).
κανονίζω • (kanonízo) (past κανόνισα, passive κανονίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κανονίζω | κανονίσω | κανονίζομαι | κανονιστώ |
2 sg | κανονίζεις | κανονίσεις | κανονίζεσαι | κανονιστείς |
3 sg | κανονίζει | κανονίσει | κανονίζεται | κανονιστεί |
1 pl | κανονίζουμε, [‑ομε] | κανονίσουμε, [‑ομε] | κανονιζόμαστε | κανονιστούμε |
2 pl | κανονίζετε | κανονίσετε | κανονίζεστε, κανονιζόσαστε | κανονιστείτε |
3 pl | κανονίζουν(ε) | κανονίσουν(ε) | κανονίζονται | κανονιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κανόνιζα | κανόνισα | κανονιζόμουν(α) | κανονίστηκα |
2 sg | κανόνιζες | κανόνισες | κανονιζόσουν(α) | κανονίστηκες |
3 sg | κανόνιζε | κανόνισε | κανονιζόταν(ε) | κανονίστηκε |
1 pl | κανονίζαμε | κανονίσαμε | κανονιζόμασταν, (‑όμαστε) | κανονιστήκαμε |
2 pl | κανονίζατε | κανονίσατε | κανονιζόσασταν, (‑όσαστε) | κανονιστήκατε |
3 pl | κανόνιζαν, κανονίζαν(ε) | κανόνισαν, κανονίσαν(ε) | κανονίζονταν, (κανονιζόντουσαν) | κανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κανονίζω ➤ | θα κανονίσω ➤ | θα κανονίζομαι ➤ | θα κανονιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κανονίζεις, … | θα κανονίσεις, … | θα κανονίζεσαι, … | θα κανονιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κανονίσει έχω, έχεις, … κανονισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κανονιστεί είμαι, είσαι, … κανονισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κανονίσει είχα, είχες, … κανονισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κανονιστεί ήμουν, ήσουν, … κανονισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κανονίσει θα έχω, θα έχεις, … κανονισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κανονιστεί θα είμαι, θα είσαι, … κανονισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | κανόνιζε | κανόνισε | — | κανονίσου |
2 pl | κανονίζετε | κανονίστε | κανονίζεστε | κανονιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κανονίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κανονίσει ➤ | κανονισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | κανονίσει | κανονιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||