From σχῆμα (skhêma) + -ίζω (-ízō).
σχημᾰτῐ́ζω • (skhēmatízō)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐσχημάτῐζον | ἐσχημάτῐζες | ἐσχημάτῐζε(ν) | ἐσχηματῐ́ζετον | ἐσχηματῐζέτην | ἐσχηματῐ́ζομεν | ἐσχηματῐ́ζετε | ἐσχημάτῐζον | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐσχηματῐζόμην | ἐσχηματῐ́ζου | ἐσχηματῐ́ζετο | ἐσχηματῐ́ζεσθον | ἐσχηματῐζέσθην | ἐσχηματῐζόμεθᾰ | ἐσχηματῐ́ζεσθε | ἐσχηματῐ́ζοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐσχηματῐ́κειν, ἐσχηματῐ́κη |
ἐσχηματῐ́κεις, ἐσχηματῐ́κης |
ἐσχηματῐ́κει(ν) | ἐσχηματῐ́κετον | ἐσχηματῐκέτην | ἐσχηματῐ́κεμεν | ἐσχηματῐ́κετε | ἐσχηματῐ́κεσᾰν | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐσχηματῐ́σμην | ἐσχημάτῐσο | ἐσχημάτῐστο | ἐσχημάτῐσθον | ἐσχηματῐ́σθην | ἐσχηματῐ́σμεθᾰ | ἐσχημάτῐσθε | ἐσχηματῐ́δᾰτο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Learned borrowing from Ancient Greek σχηματίζω (skhēmatízō). Partially possibly a semantic loan from French former.
σχηματίζω • (schimatízo) (past σχημάτισα, passive σχηματίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | σχηματίζω | σχηματίσω | σχηματίζομαι | σχηματιστώ |
2 sg | σχηματίζεις | σχηματίσεις | σχηματίζεσαι | σχηματιστείς |
3 sg | σχηματίζει | σχηματίσει | σχηματίζεται | σχηματιστεί |
1 pl | σχηματίζουμε, [‑ομε] | σχηματίσουμε, [‑ομε] | σχηματιζόμαστε | σχηματιστούμε |
2 pl | σχηματίζετε | σχηματίσετε | σχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε | σχηματιστείτε |
3 pl | σχηματίζουν(ε) | σχηματίσουν(ε) | σχηματίζονται | σχηματιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | σχημάτιζα | σχημάτισα | σχηματιζόμουν(α) | σχηματίστηκα |
2 sg | σχημάτιζες | σχημάτισες | σχηματιζόσουν(α) | σχηματίστηκες |
3 sg | σχημάτιζε | σχημάτισε | σχηματιζόταν(ε) | σχηματίστηκε |
1 pl | σχηματίζαμε | σχηματίσαμε | σχηματιζόμασταν, (‑όμαστε) | σχηματιστήκαμε |
2 pl | σχηματίζατε | σχηματίσατε | σχηματιζόσασταν, (‑όσαστε) | σχηματιστήκατε |
3 pl | σχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε) | σχημάτισαν, σχηματίσαν(ε) | σχηματίζονταν, (σχηματιζόντουσαν) | σχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα σχηματίζω ➤ | θα σχηματίσω ➤ | θα σχηματίζομαι ➤ | θα σχηματιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα σχηματίζεις, … | θα σχηματίσεις, … | θα σχηματίζεσαι, … | θα σχηματιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … σχηματίσει έχω, έχεις, … σχηματισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … σχηματιστεί είμαι, είσαι, … σχηματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … σχηματίσει είχα, είχες, … σχηματισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … σχηματιστεί ήμουν, ήσουν, … σχηματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … σχηματίσει θα έχω, θα έχεις, … σχηματισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … σχηματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … σχηματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σχημάτιζε | σχημάτισε | — | σχηματίσου |
2 pl | σχηματίζετε | σχηματίστε | σχηματίζεστε | σχηματιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | σχηματίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας σχηματίσει ➤ | σχηματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | σχηματίσει | σχηματιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||