Likely from Proto-Indo-European *sterh₁- (“stiff, fixed, infertile”) and related to στερεός (stereós, “stiff, hard”), though the morphological details are unclear.[1]
στηρίζω • (stērízō)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐστήρῐζον | ἐστήρῐζες | ἐστήρῐζε(ν) | ἐστηρῐ́ζετον | ἐστηρῐζέτην | ἐστηρῐ́ζομεν | ἐστηρῐ́ζετε | ἐστήρῐζον | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐστηρῐζόμην | ἐστηρῐ́ζου | ἐστηρῐ́ζετο | ἐστηρῐ́ζεσθον | ἐστηρῐζέσθην | ἐστηρῐζόμεθᾰ | ἐστηρῐ́ζεσθε | ἐστηρῐ́ζοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | στηρῐ́σω | στηρῐ́σεις | στηρῐ́σει | στηρῐ́σετον | στηρῐ́σετον | στηρῐ́σομεν | στηρῐ́σετε | στηρῐ́σουσῐ(ν) | ||||
optative | στηρῐ́σοιμῐ | στηρῐ́σοις | στηρῐ́σοι | στηρῐ́σοιτον | στηρῐσοίτην | στηρῐ́σοιμεν | στηρῐ́σοιτε | στηρῐ́σοιεν | |||||
middle | indicative | στηρῐ́σομαι | στηρῐ́σῃ, στηρῐ́σει |
στηρῐ́σεται | στηρῐ́σεσθον | στηρῐ́σεσθον | στηρῐσόμεθᾰ | στηρῐ́σεσθε | στηρῐ́σονται | ||||
optative | στηρῐσοίμην | στηρῐ́σοιο | στηρῐ́σοιτο | στηρῐ́σοισθον | στηρῐσοίσθην | στηρῐσοίμεθᾰ | στηρῐ́σοισθε | στηρῐ́σοιντο | |||||
active | middle | ||||||||||||
infinitive | στηρῐ́σειν | στηρῐ́σεσθαι | |||||||||||
participle | m | στηρῐ́σων | στηρῐσόμενος | ||||||||||
f | στηρῐ́σουσᾰ | στηρῐσομένη | |||||||||||
n | στηρῐ́σον | στηρῐσόμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | στηρῐέω | στηρῐέεις | στηρῐέει | στηρῐέετον | στηρῐέετον | στηρῐέομεν | στηρῐέετε | στηρῐέουσῐ(ν) | ||||
optative | στηρῐέοιμῐ | στηρῐέοις | στηρῐέοι | στηρῐέοιτον | στηρῐεοίτην | στηρῐέοιμεν | στηρῐέοιτε | στηρῐέοιεν | |||||
middle | indicative | στηρῐέομαι | στηρῐέῃ, στηρῐέει |
στηρῐέεται | στηρῐέεσθον | στηρῐέεσθον | στηρῐεόμεθᾰ | στηρῐέεσθε | στηρῐέονται | ||||
optative | στηρῐεοίμην | στηρῐέοιο | στηρῐέοιτο | στηρῐέοισθον | στηρῐεοίσθην | στηρῐεοίμεθᾰ | στηρῐέοισθε | στηρῐέοιντο | |||||
active | middle | ||||||||||||
infinitive | στηρῐέειν | στηρῐέεσθαι | |||||||||||
participle | m | στηρῐέων | στηρῐεόμενος | ||||||||||
f | στηρῐέουσᾰ | στηρῐεομένη | |||||||||||
n | στηρῐέον | στηρῐεόμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | στηρῐῶ | στηρῐεῖς | στηρῐεῖ | στηρῐεῖτον | στηρῐεῖτον | στηρῐοῦμεν | στηρῐεῖτε | στηρῐοῦσῐ(ν) | ||||
optative | στηρῐοίην, στηρῐοῖμῐ |
στηρῐοίης, στηρῐοῖς |
στηρῐοίη, στηρῐοῖ |
στηρῐοῖτον, στηρῐοίητον |
στηρῐοίτην, στηρῐοιήτην |
στηρῐοῖμεν, στηρῐοίημεν |
στηρῐοῖτε, στηρῐοίητε |
στηρῐοῖεν, στηρῐοίησᾰν | |||||
middle | indicative | στηρῐοῦμαι | στηρῐῇ | στηρῐεῖται | στηρῐεῖσθον | στηρῐεῖσθον | στηρῐούμεθᾰ | στηρῐεῖσθε | στηρῐοῦνται | ||||
optative | στηρῐοίμην | στηρῐοῖο | στηρῐοῖτο | στηρῐοῖσθον | στηρῐοίσθην | στηρῐοίμεθᾰ | στηρῐοῖσθε | στηρῐοῖντο | |||||
active | middle | ||||||||||||
infinitive | στηρῐεῖν | στηρῐεῖσθαι | |||||||||||
participle | m | στηρῐῶν | στηρῐούμενος | ||||||||||
f | στηρῐοῦσᾰ | στηρῐουμένη | |||||||||||
n | στηρῐοῦν | στηρῐούμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
middle/ passive |
indicative | ἐστήρῐγμαι | ἐστήρῐξαι | ἐστήρῐκται | ἐστήρῐχθον | ἐστήρῐχθον | ἐστηρῐ́γμεθᾰ | ἐστήρῐχθε | ἐστηρῐ́γᾰται | ||||
subjunctive | ἐστηρῐγμένος ὦ | ἐστηρῐγμένος ᾖς | ἐστηρῐγμένος ᾖ | ἐστηρῐγμένω ἦτον | ἐστηρῐγμένω ἦτον | ἐστηρῐγμένοι ὦμεν | ἐστηρῐγμένοι ἦτε | ἐστηρῐγμένοι ὦσῐ(ν) | |||||
optative | ἐστηρῐγμένος εἴην | ἐστηρῐγμένος εἴης | ἐστηρῐγμένος εἴη | ἐστηρῐγμένω εἴητον/εἶτον | ἐστηρῐγμένω εἰήτην/εἴτην | ἐστηρῐγμένοι εἴημεν/εἶμεν | ἐστηρῐγμένοι εἴητε/εἶτε | ἐστηρῐγμένοι εἴησᾰν/εἶεν | |||||
imperative | ἐστήρῐξο | ἐστηρῐ́χθω | ἐστήρῐχθον | ἐστηρῐ́χθων | ἐστήρῐχθε | ἐστηρῐ́χθων | |||||||
middle/passive | |||||||||||||
infinitive | ἐστηρῐ́χθαι | ||||||||||||
participle | m | ἐστηρῐγμένος | |||||||||||
f | ἐστηρῐγμένη | ||||||||||||
n | ἐστηρῐγμένον | ||||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
middle/ passive |
indicative | ἐστηρῐ́γμην | ἐστήρῐξο | ἐστήρῐκτο | ἐστήρῐχθον | ἐστηρῐ́χθην | ἐστηρῐ́γμεθᾰ | ἐστήρῐχθε | ἐστηρῐ́γᾰτο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Inherited from Ancient Greek στηρίζω (stērízō).[1] See also Proto-Slavic *starati (“to try, attempt”), Proto-Germanic *stertaz (“tail”).[2]
στηρίζω • (stirízo) (past στήριξα, passive στηρίζομαι, p‑past στηρίχτηκα/στηρίχθηκα, ppp στηριγμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στηρίζω | στηρίξω | στηρίζομαι | στηριχτώ, στηριχθώ |
2 sg | στηρίζεις | στηρίξεις | στηρίζεσαι | στηριχτείς, στηριχθείς |
3 sg | στηρίζει | στηρίξει | στηρίζεται | στηριχτεί, στηριχθεί |
1 pl | στηρίζουμε, [‑ομε] | στηρίξουμε, [‑ομε] | στηριζόμαστε | στηριχτούμε, στηριχθούμε |
2 pl | στηρίζετε | στηρίξετε | στηρίζεστε, στηριζόσαστε | στηριχτείτε, στηριχθείτε |
3 pl | στηρίζουν(ε) | στηρίξουν(ε) | στηρίζονται | στηριχτούν(ε), στηριχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στήριζα | στήριξα | στηριζόμουν(α) | στηρίχτηκα, στηρίχθηκα |
2 sg | στήριζες | στήριξες | στηριζόσουν(α) | στηρίχτηκες, στηρίχθηκες |
3 sg | στήριζε | στήριξε | στηριζόταν(ε) | στηρίχτηκε, στηρίχθηκε |
1 pl | στηρίζαμε | στηρίξαμε | στηριζόμασταν, (‑όμαστε) | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε |
2 pl | στηρίζατε | στηρίξατε | στηριζόσασταν, (‑όσαστε) | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε |
3 pl | στήριζαν, στηρίζαν(ε) | στήριξαν, στηρίξαν(ε) | στηρίζονταν, (στηριζόντουσαν) | στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε), στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στηρίζω ➤ | θα στηρίξω ➤ | θα στηρίζομαι ➤ | θα στηριχτώ / στηριχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στηρίζεις, … | θα στηρίξεις, … | θα στηρίζεσαι, … | θα στηριχτείς / στηριχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στηρίξει έχω, έχεις, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στηριχτεί / στηριχθεί είμαι, είσαι, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στηρίξει είχα, είχες, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στηριχτεί / στηριχθεί ήμουν, ήσουν, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στηρίξει θα έχω, θα έχεις, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στηριχτεί / στηριχθεί θα είμαι, θα είσαι, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στήριζε | στήριξε, στήριχ' 1 | — | στηρίξου |
2 pl | στηρίζετε | στηρίξτε, στηρίχτε2 | στηρίζεστε | στηριχτείτε, στηριχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στηρίζοντας ➤ | στηριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στηρίξει ➤ | στηριγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. στήριχ' το ("support it!"). 2. Colloquial. • Passive forms with χθ- like στηρίχθηκα (stiríchthika) are older and more formal than forms with χτ- like στηρίχτηκα (stiríchtika). • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||