|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
σχηματίζω
|
σχηματίσω
|
σχηματίζομαι
|
σχηματιστώ, σχηματισθώ
|
2 sg
|
σχηματίζεις
|
σχηματίσεις
|
σχηματίζεσαι
|
σχηματιστείς, σχηματισθείς
|
3 sg
|
σχηματίζει
|
σχηματίσει
|
σχηματίζεται
|
σχηματιστεί, σχηματισθεί
|
|
1 pl
|
σχηματίζουμε, [‑ομε]
|
σχηματίσουμε, [‑ομε]
|
σχηματιζόμαστε
|
σχηματιστούμε, σχηματισθούμε
|
2 pl
|
σχηματίζετε
|
σχηματίσετε
|
σχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε
|
σχηματιστείτε, σχηματισθείτε
|
3 pl
|
σχηματίζουν(ε)
|
σχηματίσουν(ε)
|
σχηματίζονται
|
σχηματιστούν(ε), σχηματισθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
σχημάτιζα
|
σχημάτισα
|
σχηματιζόμουν(α)
|
σχηματίστηκα, σχηματίσθηκα
|
2 sg
|
σχημάτιζες
|
σχημάτισες
|
σχηματιζόσουν(α)
|
σχηματίστηκες, σχηματίσθηκες
|
3 sg
|
σχημάτιζε
|
σχημάτισε
|
σχηματιζόταν(ε)
|
σχηματίστηκε, σχηματίσθηκε
|
|
1 pl
|
σχηματίζαμε
|
σχηματίσαμε
|
σχηματιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
σχηματιστήκαμε, σχηματισθήκαμε
|
2 pl
|
σχηματίζατε
|
σχηματίσατε
|
σχηματιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
σχηματιστήκατε, σχηματισθήκατε
|
3 pl
|
σχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε)
|
σχημάτισαν, σχηματίσαν(ε)
|
σχηματίζονταν, (σχηματιζόντουσαν)
|
σχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε), σχηματίσθηκαν, σχηματισθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα σχηματίζω ➤
|
θα σχηματίσω ➤
|
θα σχηματίζομαι ➤
|
θα σχηματιστώ / σχηματισθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα σχηματίζεις, …
|
θα σχηματίσεις, …
|
θα σχηματίζεσαι, …
|
θα σχηματιστείς / σχηματισθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … σχηματίσει έχω, έχεις, … σχηματισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … σχηματιστεί / σχηματισθεί είμαι, είσαι, … σχηματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … σχηματίσει είχα, είχες, … σχηματισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … σχηματιστεί / σχηματισθεί ήμουν, ήσουν, … σχηματισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … σχηματίσει θα έχω, θα έχεις, … σχηματισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … σχηματιστεί / σχηματισθεί θα είμαι, θα είσαι, … σχηματισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
σχημάτιζε
|
σχημάτισε
|
—
|
σχηματίσου
|
2 pl
|
σχηματίζετε
|
σχηματίστε
|
σχηματίζεστε
|
σχηματιστείτε, σχηματισθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
σχηματίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας σχηματίσει ➤
|
σχηματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
σχηματίσει
|
σχηματιστεί, σχηματισθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|