Hello, you have come here looking for the meaning of the word
τακτοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
τακτοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
τακτοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
τακτοποιώ you have here. The definition of the word
τακτοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
τακτοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From τακτ(ός) (takt(ós), “arranged, fixed, set”) + -ο- + -ποιώ (-poió, “to make”). First part from the ancient τάξη (táxē, “order”)/τάσσω (tássō, “to arrange, to put in order”) and suffix from the ancient ποιέω (poiéō) / ποιῶ. First attested in 1855, a calque of French mettre en ordre.
Pronunciation
- IPA(key): /taktopiˈo/
- Hyphenation: τα‧κτο‧ποι‧ώ
Verb
τακτοποιώ • (taktopoió) active (past τακτοποίησα, passive τακτοποιούμαι)
- (transitive, intransitive) to organise, arrange, settle, sort out, fix (to put into an orderly sequence or arrangement or to plan)
- τακτοποιώ τη ζωή μου ― taktopoió ti zoḯ mou ― to sort out one's life
- Θέλω να τον συναντήσω - μπορείς να το τακτοποιήσεις; ― Thélo na ton synantíso - boreís na to taktopoiíseis; ― I want to meet him - can you sort it out/arrange it?
- (transitive, intransitive, figurative) to sort out, fix (to punish someone)
- Μη φοβάσαι, θα τον τακτοποιήσω εγώ. ― Mi fovásai, tha ton taktopoiíso egó. ― Don't worry, I'll sort him out.
Conjugation
τακτοποιώ, τακτοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
τακτοποιώ
|
τακτοποιήσω
|
τακτοποιούμαι
|
τακτοποιηθώ
|
2 sg
|
τακτοποιείς
|
τακτοποιήσεις
|
τακτοποιείσαι
|
τακτοποιηθείς
|
3 sg
|
τακτοποιεί
|
τακτοποιήσει
|
τακτοποιείται
|
τακτοποιηθεί
|
|
1 pl
|
τακτοποιούμε
|
τακτοποιήσουμε, [-ομε]
|
τακτοποιούμαστε, τακτοποιόμαστε
|
τακτοποιηθούμε
|
2 pl
|
τακτοποιείτε
|
τακτοποιήσετε
|
τακτοποιείστε, (τακτοποιόσαστε)
|
τακτοποιηθείτε
|
3 pl
|
τακτοποιούν(ε)
|
τακτοποιήσουν(ε)
|
τακτοποιούνται
|
τακτοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
τακτοποιούσα
|
τακτοποίησα
|
τακτοποιούμουν(α), τακτοποιόμουν(α)
|
τακτοποιήθηκα
|
2 sg
|
τακτοποιούσες
|
τακτοποίησες
|
[τακτοποιούσουν(α)], τακτοποιόσουν(α)
|
τακτοποιήθηκες
|
3 sg
|
τακτοποιούσε
|
τακτοποίησε
|
τακτοποιούνταν, τακτοποιόταν(ε), {τακτοποιείτο}
|
τακτοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
τακτοποιούσαμε
|
τακτοποιήσαμε
|
τακτοποιούμασταν, (‑ούμαστε), τακτοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
τακτοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
τακτοποιούσατε
|
τακτοποιήσατε
|
[τακτοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], τακτοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
τακτοποιηθήκατε
|
3 pl
|
τακτοποιούσαν(ε)
|
τακτοποίησαν, τακτοποιήσαν(ε)
|
τακτοποιούνταν, τακτοποιόνταν(ε), (τακτοποιόντουσαν), {τακτοποιούντο}
|
τακτοποιήθηκαν, τακτοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα τακτοποιώ ➤
|
θα τακτοποιήσω ➤
|
θα τακτοποιούμαι ➤
|
θα τακτοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα τακτοποιείς, …
|
θα τακτοποιήσεις, …
|
θα τακτοποιείσαι, …
|
θα τακτοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … τακτοποιήσει έχω, έχεις, … τακτοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … τακτοποιηθεί είμαι, είσαι, … τακτοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … τακτοποιήσει είχα, είχες, … τακτοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … τακτοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … τακτοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … τακτοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … τακτοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … τακτοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τακτοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
τακτοποίησε
|
—
|
τακτοποιήσου
|
2 pl
|
τακτοποιείτε
|
τακτοποιήστε
|
τακτοποιείστε
|
τακτοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
τακτοποιώντας ➤
|
τακτοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας τακτοποιήσει ➤
|
τακτοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
τακτοποιήσει
|
τακτοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
Derived terms
- τακτός f (taktós, “adjustment, regulation”)