Hello, you have come here looking for the meaning of the word
Appendix:Greek vocabulary/Food. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
Appendix:Greek vocabulary/Food, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
Appendix:Greek vocabulary/Food in singular and plural. Everything you need to know about the word
Appendix:Greek vocabulary/Food you have here. The definition of the word
Appendix:Greek vocabulary/Food will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
Appendix:Greek vocabulary/Food, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
- Fruit & nuts — Vegetables — Fish — Meat — Herbs & spices
- φρούτα • (el), ξηροί καρποί • (el) ("Fruit, nuts")
- αβοκάντο • ("avocado") (el)
- αγριοδαμάσκηνο • ("wild plum, bullace") (el)
- ακτινίδιο • ("kiwi fruit") (el)
- αμύγδαλο • ("almond") (el), μύγδαλο
- ανανάς • ("pineapple") (el)
- αχλάδι • ("pear") (el), απίδι
- αχλαδόμηλο • ("Asian pear") (el)
- βατόμουρο • ("blackberry") (el)
- βερίκοκο • ("apricot") (el), βερύκοκο
- βύσσινο • ("morello") (el)
- γκρέιπφρουτ • ("grapefruit") (el)
- δαμάσκηνο • ("plum") (el)
- ελιά • ("olive") (el), ελαία
- καρπούζι • ("watermelon") (el), υδροπέπων
- καρύδα • ("coconut") (el)
- καρύδι • ("walnut") (el)
- κάστανο • ("chestnut") (el)
- κεράσι • ("cherry") (el)
- κορόμηλο • ("cherry plum") (el)
- κουμκουάτ • ("kumquat") (el)
- κυδώνι • ("quince") (el)
- λεμόνι • ("lemon") (el)
- λωτός • ("lotus") (el)
- μάνγκο • ("mango") (el)
- μανταρίνι • ("mandarin orange, tangerine") (el)
- μήλο • ("apple") (el)
- μούρο • ("mulberry") (el)
- μούσμουλο • ("loquat") (el)
- μπανάνα • ("banana") (el)
- μύγδαλο • ("almond") (el)
- νεκταρίνι • ("nectarine") (el)
- παπάγια • ("papaya") (el)
- πεκάν n • ("pecan") (el)
- πεπόνι • ("melon") (el), πέπων
- πορτοκάλι • ("orange") (el)
- ροδάκινο • ("peach") (el)
- ρόδι • ("pomegranate") (el)
- σμέουρο • ("raspberry") (el), φραμπουάζ
- σταφύλι • ("grape") (el)
- σύκο • ("fig") (el)
- τζάνερο • ("cherry plum") (el)
- φιστίκι • ("pistacchio") (el)
- φουντούκι • ("hazelnut") (el)
- φραγκοστάφυλο • ("redcurrant, gooseberry") (el)
- φραγκόσυκο • ("prickly pear") (el)
- φραμπουάζ • ("raspberry") (el), σμέουρο
- φράουλα • ("strawberry") (el)
- χουρμάς • ("date") (el)
- Fruit & nuts — Vegetables — Fish — Meat — Herbs & spices
- λαχανικά n pl • ("vegetables") (el)
- Some of these will also be found under Herbs & spices
- αβοκάντο n • ("avocado") (el)
- αγγουράκι n • ("gherkin") (el)
- αγγούρι n • ("cucumber") (el)
- αγκινάρα f • ("artichoke, cardoon") (el)
- αγριοραδίκι n • ("dandelion") (el), αγριοράδικο
- άνηθος m • ("dill") (el)
- ανθοκράμβη f • ("cauliflower") (el), κουνουπίδι
- αντίδι κατσαρό n • ("frisee, curly endive") (el)
- αντίδι n • ("endive") (el)
- αντράκλα f • ("purslane") (el), γλιστρίδα
- αρακάς m • ("pea") (el), μπιζέλι
- ασκαλώνιο n • ("shallot") (el), κρεμμυδάκι
- βασιλικός πλατύφυλλος) m • ("broadleaved basil") (el)
- γλιστρίδα f • ("purslane") (el), αντράκλα
- γλυκό καλαμπόκι n • ("sweet corn") (el)
- γλυκοπατάτα f • ("sweet potato") (el)
- γογγύλι n • ("turnip") (el), ρέβα
- γογγυλοκράμβη f • ("kohlrabi") (el)
- ελιά f • ("olive") (el)
- καλαμπόκι n • ("sweet corn, maize") (el)
- κάπαρη f • ("caper") (el)
- καρότο n • ("carrot") (el)
- καυτερή πιπεριά f • ("chilli pepper") (el)
- κινέζικο λάχανο n • ("bok choy, Chinese cabbage") (el), μποκ τσόι
- κιχώριον n • ("chicory, radicchio") (el), ραδίκι
- κολοκάσι n • ("taro") (el)
- κολοκύθα f • ("pumpkin") (el)
- κολοκυθάκι n • ("courgette, zucchini") (el)
- κολοκύθι n • ("marrow, squash") (el)
- κουκί n • ("broad bean, fava bean") (el)
- κουνουπίδι n • ("cauliflower") (el), ανθοκράμβη
- κράμβη f • ("turnip, brassica") (el)
- κραμπολάχανο n • ("Savoy cabbage") (el)
- κρεμμυδάκι n • ("shallot") (el), ασκαλώνιο
- κρεμμύδι χλωρό n • ("spring onion, scallion") (el), φρέσκο κρεμμυδάκι
- κρεμμύδι n • ("onion") (el)
- λάπατο n • ("sorrel") (el)
- λαχανίδα f • ("kale") (el)
- λαχανίδες f pl • ("spring greens") (el)
- λαχανικό n • ("vegetable") (el)
- λάχανο βρυξελλών n • ("sprout") (el)
- λάχανο n • ("cabbage") (el)
- μαϊντανός m • ("parsley") (el), πετροσέλινο
- μανιτάρι n • ("mushroom") (el)
- μάραθο n • ("fennel") (el)
- μαραθόριζα n • ("Florence fennel") (el), φινόκιο
- μαρούλι n • ("lettuce") (el)
- μελιτζάνα f • ("aubergine, eggplant") (el)
- μπάμια f • ("okra") (el)
- μπιζέλι n • ("pea") (el), αρακάς
- μποκ τσόι n • ("pak choi, bok choy") (el), κινέζικο λάχανο
- μπρόκολο n • ("broccoli") (el)
- νταϊκόν n • ("daikon") (el)
- ντομάτα f • ("tomato") (el), τομάτα
- ντοματάκι n • ("cherry tomato") (el), τοματάκι
- ντοματίνι n • ("cherry tomato") (el), τοματίνι
- όσπριο n • ("legume, seed") (el)
- παντζάρι n • ("beetroot") (el)
- παστινάκη f • ("parsnip") (el), παστινάκι
- πατάτα f • ("potato") (el)
- πετροσέλινο n • ("parsley") (el), μαϊντανός
- πικραλίδα n • ("chicory, dandelion") (el), ραδίκι
- πιπεριά f • ("pepper") (el)
- πομοντόρι f • ("plum tomato") (el)
- πράσο n • ("leek") (el)
- ραδίκι n • ("chicory, dandelion, radicchio, etc") (el), κιχώριον
- ραντίτσιο n • ("radicchio") (el)
- ραπανάκι n • ("radish") (el), ρεπανάκι
- ραπάνι n • ("radish") (el), ρεπάνι
- ρέβα f • ("turnip") (el), γογγύλι
- ρεβίθι n • ("chickpea") (el)
- ρόκα f • ("rocket") (el)
- σέλερι n • ("celery") (el), σέλινο
- σέλινο n • ("celery") (el), σέλερι
- σελινόριζα f • ("celeriac") (el)
- σέσκουλο n • ("chard") (el)
- σικορέ n • ("chicory") (el)
- σινάπι n • ("mustard") (el)
- σκελίδα f • ("garlic clove") (el)
- σκόρδο n • ("garlic") (el)
- σπανάκι n • ("spinach") (el)
- σπαράγγι n • ("asparagus") (el)
- σχοινόπρασο n • ("chive") (el)
- τομάτα f • ("tomato") (el), ντομάτα
- τοματάκι n • ("cherry tomato") (el), ντοματάκι
- τοματίνι n • ("cherry tomato") (el), ντοματίνι
- τσίλι n • ("chilli") (el)
- φακή f • ("lentil, legume") (el)
- φασόλι n • ("bean") (el), φασίολος
- φινόκιο n • ("Florence fennel") (el), μαραθόριζα
- φρέσκο κρεμμυδάκι n • ("spring onion, scallion") (el)
- χόρτα n pl • ("greens") (el)
- Fruit & nuts — Vegetables — Fish — Meat — Herbs & spices
- ψάρια n pl • ("fish") (el)
- warning: translations differ between sources (and probably between fishermen)
- Fruit & nuts — Vegetables — Fish — Meat — Herbs & spices
- κρέατα n pl • ("meat") (el)
- Fruit & nuts — Vegetables — Fish — Meat — Herbs & spices
- μυρωδικά • (el), μπαχαρικά • (el) ("herbs, spices")
- Some of the herbs will also be found under Vegetables
- αγγελική f • ("angelica") (el)
- αγριοκύμινο n • ("caraway") (el)
- άνηθος m • ("dill") (el)
- άρκευθος • ("juniper") (el)
- αστεροειδής γλυκάνισος • ("star anise") (el)
- βανίλια f • ("vanilla") (el)
- βασιλικός n • ("basil") (el), πλατύφυλλος • ("broadleaved") (el)
- γαρύφαλλο n • ("clove") (el)
- γκαράμ μασάλα n • ("garam masala") (el)
- γλυκάνισο n • ("aniseed") (el)
- γλυκόριζα • ("liquorice") (el)
- δενδρολίβανο n • ("rosemary") (el)
- δίκταμο n • ("dittany") (el), έρωντας
- δυόσμος m • ("mint, spearmint") (el)
- έρωντας m • ("dittany") (el), δίκταμο
- εστραγκόν n • ("tarragon") (el)
- ζαφορά f • ("saffron") (el), κρόκος
- θυμάρι n • ("thyme") (el), θύμιο
- θύμιο n • ("thyme") (el), θυμάρι
- κανέλα f • ("cinnamon") (el)
- κάρδαμο n • ("cardamom") (el), cardamom
- κάρυ σκόνη • ("curry powder") (el)
- κιτρινόριζα f • ("turmeric") (el), κουρκουμάς
- κόλιανδρος m • ("coriander") (el)
- κουρκουμάς m • (el), κιτρινόριζα
- κρόκος m • ("saffron") (el), ζαφορά
- κύμινο n • ("cumin") (el)
- λεβάντα f • ("lavender") (el)
- λεβιστικό • ("lovage") (el)
- μαϊντανός n • ("parsley") (el), πετροσέλινο
- μαντζουράνα f • ("marjoram") (el), ματζουράνα
- μάραθο • ("fennel") (el)
- μασίς n • ("mace") (el)
- μαστίχα f • ("mastic") (el)
- μείγμα πέντε μπαχαρικών n • ("five-spice powder") (el)
- μέντα f • ("mint") (el)
- μοσχοκάρυδο n • ("nutmeg") (el)
- μουστάρδα f • ("mustard") (el)
- μπαχάρι n • ("allspice") (el)
- νάρδος m • ("valerian") (el)
- ξύλο κανέλας n • ("stick of cinnamon") (el)
- παπαρούνα f • ("poppy") (el)
- πάπρικα f • ("paprika") (el)
- περγαμόντο n • ("bergamot") (el)
- πετροσέλινο n • ("parsley") (el), μαϊντανός
- πιπέρι καγιέν n • ("cayenne pepper") (el)
- πιπέρι n • ("pepper") (el)
- πιπερόριζα f • ("ginger") (el), τζίντζερ
- πρασουλίδα f • ("chives") (el), σχοινόπρασο
- ρίγανη f • ("oregano") (el)
- ροδόνερο • ("rosewater") (el)
- σάλτσα Tabasco n • ("Tabasco sauce") (el)
- σάλτσα ταμπάσκο n • ("Tabasco sauce") (el)
- σινάπι n • ("mustard") (el)
- σκαντζίκι n • ("chervil") (el), ανθρίσκος
- σουμάκι n • ("sumac") (el)
- σουσάμι n • ("sesame") (el)
- σχοινόπρασο f • ("chives") (el), πρασουλίδα f • (el)
- τζίντζερ n • ("ginger") (el), πιπερόριζα
- τριγωνέλλα f • ("fenugreek") (el), τριγωνέλλα η ελληνική
- τσίλι • ("chilli") (el)
- ύσσωπος • ("hyssop") (el)
- φασκόμηλο n • ("sage") (el)
- φύλλο δάφνης n • ("bay leaf") (el)
- χαμομήλι n • ("camomile") (el)
- Fruit & nuts — Vegetables — Fish — Meat — Herbs & spices