Hello, you have come here looking for the meaning of the word
καλύπτω . In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
καλύπτω , but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
καλύπτω in singular and plural. Everything you need to know about the word
καλύπτω you have here. The definition of the word
καλύπτω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
καλύπτω , as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Ancient Greek
Etymology
Uncertain. The etymology determination is complicated by the fact that the word is both in sense and form similar with Ancient Greek κρύπτω ( krúptō , “ to hide, cover ” ) , thus indicating possible (bi-directional) analogical influence.
Traditionally derived from Proto-Indo-European *ḱel- ( “ to cover ” ) (whence Latin cēlō ( “ to hide ” ) ); however, Beekes argues that neither the α-vocalism nor the ύ ( ú ) + different labials (he considers Ancient Greek καλύβη ( kalúbē , “ hut, cabin ” ) and Ancient Greek καλύφη ( kalúphē , “ submerged land ” ) cognates) can be convincingly explained by Indo-European etymology, and thus the root is likely from Pre-Greek .[ 1]
Pronunciation
IPA (key ) : /ka.lýp.tɔː/ → /kaˈlyp.to/ → /kaˈlip.to/
Verb
κᾰλῠ́πτω • (kalúptō )
to cover
to cover , conceal
Synonyms: κεύθω ( keúthō ) , κρῠ́πτω ( krúptō )
Antonym: ἀποκᾰλῠ́πτω ( apokalúptō )
to cover with dishonour , throw a cloud over
to put over as a covering
Conjugation
number
singular
dual
plural
first
second
third
second
third
first
second
third
active
indicative
ἐκᾰ́λῠψᾰ
ἐκᾰ́λῠψᾰς
ἐκᾰ́λῠψε (ν )
ἐκᾰλῠ́ψᾰτον
ἐκᾰλῠψᾰ́την
ἐκᾰλῠ́ψᾰμεν
ἐκᾰλῠ́ψᾰτε
ἐκᾰ́λῠψᾰν
subjunctive
κᾰλῠ́ψω
κᾰλῠ́ψῃς
κᾰλῠ́ψῃ
κᾰλῠ́ψητον
κᾰλῠ́ψητον
κᾰλῠ́ψωμεν
κᾰλῠ́ψητε
κᾰλῠ́ψωσῐ (ν )
optative
κᾰλῠ́ψαιμῐ
κᾰλῠ́ψειᾰς ,κᾰλῠ́ψαις
κᾰλῠ́ψειε (ν ),κᾰλῠ́ψαι
κᾰλῠ́ψαιτον
κᾰλῠψαίτην
κᾰλῠ́ψαιμεν
κᾰλῠ́ψαιτε
κᾰλῠ́ψειᾰν ,κᾰλῠ́ψαιεν
imperative
κᾰ́λῠψον
κᾰλῠψᾰ́τω
κᾰλῠ́ψᾰτον
κᾰλῠψᾰ́των
κᾰλῠ́ψᾰτε
κᾰλῠψᾰ́ντων
middle
indicative
ἐκᾰλῠψᾰ́μην
ἐκᾰλῠ́ψω
ἐκᾰλῠ́ψᾰτο
ἐκᾰλῠ́ψᾰσθον
ἐκᾰλῠψᾰ́σθην
ἐκᾰλῠψᾰ́μεθᾰ
ἐκᾰλῠ́ψᾰσθε
ἐκᾰλῠ́ψᾰντο
subjunctive
κᾰλῠ́ψωμαι
κᾰλῠ́ψῃ
κᾰλῠ́ψηται
κᾰλῠ́ψησθον
κᾰλῠ́ψησθον
κᾰλῠψώμεθᾰ
κᾰλῠ́ψησθε
κᾰλῠ́ψωνται
optative
κᾰλῠψαίμην
κᾰλῠ́ψαιο
κᾰλῠ́ψαιτο
κᾰλῠ́ψαισθον
κᾰλῠψαίσθην
κᾰλῠψαίμεθᾰ
κᾰλῠ́ψαισθε
κᾰλῠ́ψαιντο
imperative
κᾰ́λῠψαι
κᾰλῠψᾰ́σθω
κᾰλῠ́ψᾰσθον
κᾰλῠψᾰ́σθων
κᾰλῠ́ψᾰσθε
κᾰλῠψᾰ́σθων
passive
indicative
ἐκᾰλῠ́φθην
ἐκᾰλῠ́φθης
ἐκᾰλῠ́φθη
ἐκᾰλῠ́φθητον
ἐκᾰλῠφθήτην
ἐκᾰλῠ́φθημεν
ἐκᾰλῠ́φθητε
ἐκᾰλῠ́φθησᾰν
subjunctive
κᾰλῠφθῶ
κᾰλῠφθῇς
κᾰλῠφθῇ
κᾰλῠφθῆτον
κᾰλῠφθῆτον
κᾰλῠφθῶμεν
κᾰλῠφθῆτε
κᾰλῠφθῶσῐ (ν )
optative
κᾰλῠφθείην
κᾰλῠφθείης
κᾰλῠφθείη
κᾰλῠφθεῖτον ,κᾰλῠφθείητον
κᾰλῠφθείτην ,κᾰλῠφθειήτην
κᾰλῠφθεῖμεν ,κᾰλῠφθείημεν
κᾰλῠφθεῖτε ,κᾰλῠφθείητε
κᾰλῠφθεῖεν ,κᾰλῠφθείησᾰν
imperative
κᾰλῠ́φθητῐ
κᾰλῠφθήτω
κᾰλῠ́φθητον
κᾰλῠφθήτων
κᾰλῠ́φθητε
κᾰλῠφθέντων
active
middle
passive
infinitive
κᾰλῠ́ψαι
κᾰλῠ́ψᾰσθαι
κᾰλῠφθῆναι
participle
m
κᾰλῠ́ψᾱς
κᾰλῠψᾰ́μενος
κᾰλῠφείς ,κᾰλυφθείς
f
κᾰλῠ́ψᾱσᾰ
κᾰλῠψᾰμένη
κᾰλῠφεῖσᾰ ,κᾰλυφθεῖσᾰ
n
κᾰλῠ́ψᾰν
κᾰλῠψᾰ́μενον
κᾰλῠφέν ,κᾰλυφθέν
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see
Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation .
The passive participle
κᾰλῠφείς is based on an otherwise unattested second aorist stem.
number
singular
dual
plural
first
second
third
second
third
first
second
third
active
indicative
κᾰ́λῠψᾰ
κᾰ́λῠψᾰς
κᾰ́λῠψε (ν )
κᾰλῠ́ψᾰτον
κᾰλῠψᾰ́την
κᾰλῠ́ψᾰμεν
κᾰλῠ́ψᾰτε
κᾰ́λῠψᾰν
subjunctive
κᾰλῠ́ψω ,κᾰλῠ́ψωμῐ
κᾰλῠ́ψῃς ,κᾰλῠ́ψῃσθᾰ
κᾰλῠ́ψῃ ,κᾰλῠ́ψῃσῐ
κᾰλῠ́ψητον
κᾰλῠ́ψητον
κᾰλῠ́ψωμεν
κᾰλῠ́ψητε
κᾰλῠ́ψωσῐ (ν )
optative
κᾰλῠ́ψαιμῐ
κᾰλῠ́ψαις ,κᾰλῠ́ψαισθᾰ ,κᾰλῠ́ψειᾰς
κᾰλῠ́ψειε (ν ),κᾰλῠ́ψαι
κᾰλῠψεῖτον
κᾰλῠψείτην
κᾰλῠψεῖμεν
κᾰλῠψεῖτε
κᾰλῠψεῖεν
imperative
κᾰ́λῠψον
κᾰλῠψᾰ́τω
κᾰλῠ́ψᾰτον
κᾰλῠψᾰ́των
κᾰλῠ́ψᾰτε
κᾰλῠψᾰ́ντων
middle
indicative
κᾰλῠψᾰ́μην
κᾰλῠ́ψᾰο
κᾰλῠ́ψᾰτο
κᾰλῠ́ψᾰσθον
κᾰλῠψᾰ́σθην
κᾰλῠψᾰ́με (σ )θᾰ
κᾰλῠ́ψᾰσθε
κᾰλῠ́ψᾰντο
subjunctive
κᾰλῠ́ψωμαι
κᾰλῠ́ψηαι
κᾰλῠ́ψηται
κᾰλῠ́ψησθον
κᾰλῠ́ψησθον
κᾰλῠψώμε (σ )θᾰ
κᾰλῠ́ψησθε
κᾰλῠ́ψωνται
optative
κᾰλῠψαίμην
κᾰλῠ́ψαιο
κᾰλῠ́ψαιτο
κᾰλῠ́ψαισθον
κᾰλῠψαίσθην
κᾰλῠψαίμε (σ )θᾰ
κᾰλῠ́ψαισθε
κᾰλῠψαίᾰτο
imperative
κᾰ́λῠψαι
κᾰλῠψᾰ́σθω
κᾰλῠ́ψᾰσθον
κᾰλῠψᾰ́σθων
κᾰλῠ́ψᾰσθε
κᾰλῠψᾰ́σθων
passive
indicative
κᾰλῠ́φθην
κᾰλῠ́φθης
κᾰλῠ́φθη
κᾰλῠ́φθητον
κᾰλῠφθήτην
κᾰλῠ́φθημεν
κᾰλῠ́φθητε
κᾰλῠ́φθησᾰν ,κᾰ́λῠφθεν
subjunctive
κᾰλῠφθῶ
κᾰλῠφθῇς
κᾰλῠφθῇ
κᾰλῠφθῆτον
κᾰλῠφθῆτον
κᾰλῠφθῶμεν
κᾰλῠφθῆτε
κᾰλῠφθῶσῐ (ν )
optative
κᾰλῠφθείην
κᾰλῠφθείης
κᾰλῠφθείη
κᾰλῠφθεῖτον ,κᾰλῠφθείητον
κᾰλῠφθείτην ,κᾰλῠφθειήτην
κᾰλῠφθεῖμεν ,κᾰλῠφθείημεν
κᾰλῠφθεῖτε ,κᾰλῠφθείητε
κᾰλῠ́φθειεν ,κᾰλῠφθείησᾰν
imperative
κᾰλῠ́φθητῐ
κᾰλῠφθήτω
κᾰλῠ́φθητον
κᾰλῠφθήτων
κᾰλῠ́φθητε
κᾰλῠφθέντων
active
middle
passive
infinitive
κᾰλῠ́ψαι /κᾰλῠψᾰ́μεν /κᾰλῠψᾰμέναι
κᾰλῠ́ψᾰσθαι
κᾰλῠφθῆναι /κᾰλῠφθήμεναι
participle
m
κᾰλῠ́ψᾱς
κᾰλῠψᾰ́μενος
κᾰλῠφείς ,κᾰλυφθείς
f
κᾰλῠ́ψᾱσᾰ
κᾰλῠψᾰμένη
κᾰλῠφεῖσᾰ ,κᾰλυφθεῖσᾰ
n
κᾰλῠ́ψᾰν
κᾰλῠψᾰ́μενον
κᾰλῠφέν ,κᾰλυφθέν
Dialects other than Attic are not well attested. Some forms are based on conjecture. Use with caution. For more details, see
Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation .
The passive participle
κᾰλῠφείς is based on an otherwise unattested second aorist stem.
Derived terms
Descendants
References
Further reading
“καλύπτω ”, in Liddell & Scott (1940 ) A Greek–English Lexicon , Oxford: Clarendon Press
“καλύπτω ”, in Liddell & Scott (1889 ) An Intermediate Greek–English Lexicon , New York: Harper & Brothers
“καλύπτω ”, in Autenrieth, Georg (1891 ) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges , New York: Harper and Brothers
καλύπτω in Bailly, Anatole (1935 ) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français , Paris: Hachette
καλύπτω in Cunliffe, Richard J. (1924 ) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition , Norman: University of Oklahoma Press, published 1963
“καλύπτω ”, in Slater, William J. (1969 ) Lexicon to Pindar , Berlin: Walter de Gruyter
G2572 in Strong, James (1979 ) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek κᾰλῠ́πτω ( kalúptō ) and semantic loan from French couvrir or English cover .[ 1]
Pronunciation
IPA (key ) : /kaˈli.pto/
Hyphenation: κα‧λύπ‧τω
Verb
καλύπτω • (kalýpto ) (past κάλυψα , passive καλύπτομαι , p‑past καλύφτηκα /καλύφθηκα , ppp καλυμμένος / κεκαλυμμένος )
to cover , coat
to cover , provide covering fire
Conjugation
καλύπτω καλύπτομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καλύπτω
καλύψω
καλύπτομαι
καλυφθώ , καλυφτώ
2 sg
καλύπτεις
καλύψεις
καλύπτεσαι
καλυφθείς , καλυφτείς
3 sg
καλύπτει
καλύψει
καλύπτεται
καλυφθεί , καλυφτεί
1 pl
καλύπτουμε , [‑ομε ]
καλύψουμε , [‑ομε ]
καλυπτόμαστε
καλυφθούμε , καλυφτούμε
2 pl
καλύπτετε
καλύψετε
καλύπτεστε , καλυπτόσαστε
καλυφθείτε , καλυφτείτε
3 pl
καλύπτουν (ε )
καλύψουν (ε )
καλύπτονται
καλυφθούν (ε ), καλυφτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κάλυπτα
κάλυψα
καλυπτόμουν (α )
καλύφθηκα , καλύφτηκα
2 sg
κάλυπτες
κάλυψες
καλυπτόσουν (α )
καλύφθηκες , καλύφτηκες
3 sg
κάλυπτε
κάλυψε
καλυπτόταν (ε )
καλύφθηκε , καλύφτηκε
1 pl
καλύπταμε
καλύψαμε
καλυπτόμασταν , (‑όμαστε )
καλυφθήκαμε , καλυφτήκαμε
2 pl
καλύπτατε
καλύψατε
καλυπτόσασταν , (‑όσαστε )
καλυφθήκατε , καλυφτήκατε
3 pl
κάλυπταν , καλύπταν (ε )
κάλυψαν , καλύψαν (ε )
καλύπτονταν , (καλυπτόντουσαν )
καλύφθηκαν , καλυφθήκαν (ε ), καλύφτηκαν , καλυφτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καλύπτω ➤
θα καλύψω ➤
θα καλύπτομαι ➤
θα καλυφθώ / καλυφτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καλύπτεις , …
θα καλύψεις , …
θα καλύπτεσαι , …
θα καλυφθείς / καλυφτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καλύψει έχω, έχεις, … καλυμμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … καλυφθεί / καλυφτεί είμαι , είσαι , … καλυμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καλύψει είχα, είχες, … καλυμμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … καλυφθεί / καλυφτεί ήμουν , ήσουν , … καλυμμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καλύψει θα έχω, θα έχεις, … καλυμμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … καλυφθεί / καλυφτεί θα είμαι, θα είσαι, … καλυμμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κάλυπτε
κάλυψε
—
καλύψου
2 pl
καλύπτετε
καλύψτε
καλύπτεστε
καλυφθείτε , καλυφτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καλύπτοντας ➤
καλυπτόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας καλύψει ➤
καλυμμένος , -η-, ο, {κεκαλυμμένος , ‑η, ‑-ο} ➤
Nonfinite form➤
καλύψει
καλυφθεί , καλυφτεί
Notes Appendix:Greek verbs
• In the passive "-φθ-" may become "-φτ-" e.g. καλύφθηκα → καλύφτηκα . The forms "-φθ-" are learned. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
ακάλυπτος ( akályptos , “ uncovered ” ) απροκάλυπτος ( aprokályptos , “ outspoken ” , adjective ) ευκάλυπτος m ( efkályptos , “ eucalyptus ” ) καλύβα f ( kalýva , “ hut, shack ” ) κάλυμμα n ( kálymma ) καλυμμένος ( kalymménos , “ covered ” , participle ) καλυπτήριος ( kalyptírios , “ covering ” ) καλύπτρα f ( kalýptra , “ cover, veil ” ) καλύπτρα ματιού f ( kalýptra matioú , “ eye patch ” ) κάλυψη f ( kálypsi ) κεκαλυμμένα ( kekalymména , adverb ) κεκαλυμμένος ( kekalymménos , “ covered up ” , learned participle ) προκάλυμμα n ( prokálymma ) προκάλυψη f ( prokálypsi )
References