Appendix:Greek verbs/Κ1

Hello, you have come here looking for the meaning of the word Appendix:Greek verbs/Κ1. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word Appendix:Greek verbs/Κ1, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say Appendix:Greek verbs/Κ1 in singular and plural. Everything you need to know about the word Appendix:Greek verbs/Κ1 you have here. The definition of the word Appendix:Greek verbs/Κ1 will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofAppendix:Greek verbs/Κ1, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables have omissions and contain errors.
  • Potential editors are requested to note and copy the table format,
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry or potential entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — to "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation from the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
καβαλικεύω  (el ), ➤ καβαλώ mount, get on καβαλίκεψα καβαλικεύτηκα καβαλικεμένος
καβαλώ  (el ) , καβαλάω mount, get on καβάλησα καβαλιέμαι καβαλήθηκα καβαλημένος
καβαντζάρω  (el ), ➤ καβατζάρω
καβαντζώνω  (el ), ➤ καβατζώνω
καβατζάρω  (el ), καβαντζάρω weather, sail round (something) καβατζάρισα, καβάτζαρα
καβατζώνω  (el ), καβαντζώνω καβάτζωσα, καβάντζωσα
καβγαδίζω  (el ), ➤ καυγαδίζω quarrel, squabble καβγάδισα
καβουλιάζω  (el ) dent
καβουρδίζω  (el ), καβουρντίζω roast, burn καβούρδισα καβουρδίζομαι καβουρδίστηκα καβουρδισμένος
καβουρντίζω  (el ), καβουρδίζω roast, burn καβούρντισα καβουρντίζομαι καβουρντίστηκα καβουρντισμένος
κάβω  (el ), ➤ καίω
καγκελώνω  (el ) inrail, supply a fence, enclose
καγχάζω  (el ) chuckle, guffaw κάγχασα
καδράρω  (el ) frame καδράσισα καδράρομαι καδραρίστηκα καδρασισμένος
καδρονιάζω  (el ) fit, beams/rafters καδρόνιασα καδρονιάζομαι καδρονιάστηκα καδρονιασμένος
καζανιάζω  (el ) prepare a pot still καζάνιασα καζανιάζομαι καζανιάστηκα καζανιασμένος
καζαντίζω  (el ) prosper, profit καζάντισα καζαντισμένος
καθαγιάζω  (el ) consecrate, sanctify καθαγίασα καθαγιάζομαι καθαγιάστηκα καθαγιασμένος
καθαγνίζω  (el ) purify καθάγνισα καθαγνίζομαι καθαγνίστηκα καθαγνισμένος
καθαιμάσσω  (el ) enumerate, quantify
καθαίρω  (el ) § release, absolve καθήρα
καθαιρώ  (el ) demote, cashier, disbar καθαίρεσα, καθήρεσα§ καθαιρούμαι καθαιρέθηκα καθαιρεμένος
καθάπτω  (el ) offend καθάπτομαι
καθαρεύω  (el ) write or speak Katharevousa
καθαρίζω  (el ) clean, clear καθάρισα καθαρίζομαι καθαρίστηκα καθαρισμένος
καθαρογράφω  (el ), ➤ καθαρογραφώ § write up a fair copy καθαρόγραψα καθαρογράφομαι (καθαρογράφτηκα, καθαρογράφηκα) καθαρογραμμένος
καθαρογραφώ  (el ) §, ➤ καθαρογράφω write up a fair copy καθαρογράφησα καθαρογραφούμαι καθαρογραφήθηκα καθαρογραμμένος
καθελκύω  (el ), καθέλκω launch (ship) καθέλκυσα, καθείλκυσα καθελκύομαι, καθέλκομαι καθελκύστηκα
καθετηριάζω  (el ) catheterise, probe, drill καθετηρίασα καθετηριάζομαι καθετηριασμένος
καθετοποιώ  (el ) καθετοποίησα καθετοποιημένος
καθεύδω  (el ) sleep
καθηγούμαι  (el )
καθηλώνω  (el ) pin, nail, rivet καθήλωσα καθηλώνομαι καθηλώθηκα καθηλωμένος
κάθημαι  (el ) §, ➤ κάθομαι
καθησυχάζω  (el ) soothe, reassure καθησύχασα καθησυχάζομαι καθησυχάστηκα καθησυχασμένος
καθιδρύω  (el ) found, erect καθίδρυσα καθιδρύομαι καθιδρύθηκα καθιδρυμένος
καθιερώνω  (el ) establish, consecrate καθιέρωσα καθιερώνομαι καθιερώθηκα καθιερωμένος
καθιζάνω  (el ) settle, precipitate, subside καθίζανα
καθίζω  (el ) place, seat, sit κάθισα καθισμένος
καθικετεύω  (el ) beg, strongly καθικέτευσα
καθιστώ  (el ) settle, appoint κατέστησα καθίσταμαι κατέστην, καταστάθηκα κατεστημένος
καθοδηγώ  (el ) lead, instruct καθοδήγησα καθοδηγούμαι καθοδηγήθηκα καθοδηγημένος
καθολικεύω  (el ) generalise, spread καθολίκευσα καθολικευμένος
sit, sit down κάθομαι  (el ), κάθημαι § κάθισα, κάθησα, έκατσα καθισμένος
καθομολογώ  (el ) καθομολόγησα
καθορίζω  (el ) define, lay down, appoint καθόρισα καθορίζομαι καθορίστηκα καθορισμένος
καθορώ  (el )
καθοσιώνω  (el ) dedicate καθοσίωσα καθοσιώνομαι καθοσιώθηκα καθοσιωμένος
καθρεφτίζω  (el ), (καθρεπτίζω) reflect, mirror καθρέφτισα καθρεφτίζομαι καθρεφτίστηκα καθρεφτισμένος
καθυβρίζω  (el ) abuse, insult καθύβρισα καθυβρίζομαι καθυβρίστηκα καθυβρισμένος
καθυγραίνω  (el ) soak, moisten καθύγρανα καθυγραίνομαι καθυγράνθηκα
καθυποδουλώνω  (el ) subjugate καθυποδούλωσα καθυποδουλώνομαι καθυποδουλώθηκα καθυποδουλωμένος
καθυποτάζω  (el )
καθυποτάσσω  (el ) subjugate καθυπέταξα καθυποτάχθηκα καθυποταγμένος
καθυποχρεώνω  (el ), καθυποχρεώ, ➤ καταϋποχρεώνω καθυποχρέωσα καθυποχρεώνομαι
καθυστερώ  (el ) delay, hinder καθυστέρησα καθυστερούμαι καθυστερήθηκα καθυστερημένος
καίγω  (el ), ➤ καίω καίγομαι
καινοτομώ  (el ) innovate, pioneer καινοτόμησα
καινουργιώνω  (el ), καινουργώνω renovate, refurbish
καιροσκοπώ  (el ) sit on the fence καιροσκόησα
καιροφυλακτώ  (el ), καιροφυλαχτώ keep, watch καιροφυλάκτησα
καίω  (el ), καίγω destroy, burn, shrivel έκαψα καίγομαι κάηκα καμένος
κακαδιάζω  (el ) κακάδιασα
κακαρίζω  (el ) cluck, cackle κακάρισα
κακαρώνω  (el ) conk out, snuff it κακάρωσα κακαρωμένος
suspect, evil κακαφορούμαι  (el )
κακεύω  (el ) go off, sour κάκεψα
κακίζω  (el ) disapprove, blame κάκισα
κακιώνω  (el ) sulk κάκιωσα κακιωμένος
κακοβάζω  (el ), κακοβάνω have bad thoughts κακόβαλα κακοβαλμένος
κακοβλέπω  (el ) dislike, view unfavourably κακόειδα
κακογεννώ  (el )
κακογερνώ  (el ), κακογερνάω age badly/early κακογέρασα κακογερασμένος
κακογλωσσεύω  (el )
κακογράφω  (el ), (κακογραφώ) scribble έκακογραψα κακογράφομαι κακογράφτηκα κακογραμμένος
κακοδαιμονώ  (el )
κακοδιοικώ  (el ) mismanage, corrupt κακοδιοικούμαι
κακοδοξώ  (el ) malign
κακοζώ  (el ), κακοζωίζω rough it κακόζησα κακοζωισμένος
κακοθανατίζω  (el ) die badly κακοθανάτισα
κακοθέλω  (el ) wish someone ill
κακοκαρδίζω  (el ) displease κακοκάρδισα κακοκαρδίζομαι κακοκαρδίστηκα κακοκαρδισμένος
  (el ) sleep badly κακοκοιμάμαι κακοκοιμισμένος
κακολογιάζω  (el ) have bad thoughts κακολόγιασα
κακολογώ  (el ) malign κακολόγησα κακολογούμαι κακολογήθηκα κακολογημένος
κακομαθαίνω  (el ) mislearn κακόμαθα κακομαθημένος
κακομελετώ  (el ) wish someone ill κακομελέτησα
maltreat κακομεταχειρίζομαι  (el ) κακομεταχειρίστηκα κακομεταχειρισμένος
κακομιλώ  (el ) speak badly κακομίλησα
κακομοιριάζω  (el ) feel miserable κακομοίριασα κακομοιριάζομαι κακομοιριασμένος
κακοπαθώ  (el ), κακοπαθαίνω do badly κακόπαθα, κακοπάθησα κακοπαθημένος
κακοπαίρνω  (el ) take exception to κακοπήρα
κακοπαντρεύω  (el ) marry unsuitably κακοπάντρεψα κακοπαντρεύομαι κακοπαντρεύτηκα κακοπαντρεμένος
κακοπερνώ  (el ) live wretchedly κακοπέρασα
κακοπέφτω  (el ) to be unhappy κακόπεσα κακοπεσμένος
κακοπληρώνω  (el ) pay badly, underpay κακοπλήρωσα
κακοποιούμαι  (el )
κακοποιώ  (el ) maul, rough up κακοποίησα κακοποιούμαι κακοποιήθηκα κακοποιημένος
κακοραπάρω  (el ) to be wretched
κακοσαρκώνω  (el ) heal badly
κακοστομαχιάζω  (el ) have/cause indigestion κακοστομάχιασα
κακοσυνεύω  (el ) κακοσύνεψα
κακοσυνηθίζω  (el ) fall into bad habits κακοσυνήθισα κακοσυνηθισμένος
κακοσυσταίνω  (el ), κακοσυστήνω speak ill of κακοσύστησα κακοσυσταίνομαι, κακοσυστήνομαι κακοσυστήθηκα κακοσυστημένος
κακοτρώω  (el ), κακοτρώγω malnourish, underfeed
κακοτυπώνω  (el ) print badly
κακοτυχίζω  (el ) bring misfortune κακοτύχισα κακοτυχημένος, κακοτυχισμένος
κακοτυχώ  (el ) be unfortunate κακοτύχησα
κακουργώ  (el ) commit crime κακούγησα
snub someone κακοφέρνομαι  (el ) κακοφέρθηκα
κακοφορμίζω  (el ) § fester κακοφόρμισα
κακοφτιάχνω  (el ), (κακοφτιάνω) bungle, botch
κακοχρονίζω  (el ) curse, damn κακοχρόνισα
κακοχωνεύω  (el ) assimilate badly κακοχώνεψα
κακοψήνω  (el ) cook badly κακοέψησα κακοψήνομαι κακοψήθηκα κακοψημένος
κακοψυχώ  (el ), κακοψυχάω to be viscious
καλαθιάζω  (el ) pack in a basket καλάθιασα καλαθιάζομαι καλαθιάστηκα καλαθιασμένος
καλαθώνω  (el ) καλάθωσα
καλαΐζω  (el ) (coat with) tin καλάισα καλαΐζομαι καλαίστηκα καλαισμένος
καλακούω  (el ), καλοακούω hear well καλάκουσα
καλαμίζω  (el ) wind thread καλάμισα καλαμίζομαι καλαμίστηκα καλαμισμένος
καλαμπουρίζω  (el ) pun, joke καλαμπούρισα
καλαμώνω  (el ) supply reeds καλάμωσα καλαμώνομαι καλαμώθηκα καλαμωμένος
καλαρέσω  (el ), ➤ καλοαρέσω take a liking to, warm to καλάρεσα
καλάρω  (el ) drop nets, have enough depth καλάρισα
καλαφατίζω  (el ) caulk καλάφατισ καλαφατίζομαι καλαφατίστηκα καλαφατισμένος
καλένω  (el ) (Kefalonia) invite
καλημερίζω  (el ) wish good morning καλημέρισα καλημερίζομαι καλημερίστηκα
καληνυχτίζω  (el ) wish good night καληνύχτισα
καληνωρίζω  (el ) greet καληνώρισα
καλησπερίζω  (el ) wish good evening καλησπέρισα
καλιγώνω  (el ) shoe (a horse) καλίγωσα καλιγώνομαι καλιγώθηκα καλιγωμένος
καλιμπράρω  (el ) Ø adjust (equipment settings) καλιμπράρισα καλιμπραρισμένος
καλλιγράφω  (el ), καλλιγραφώ calligraph καλλιγράφησα
καλλιεργώ  (el ), καλλιγράφω cultivate, grow καλλιέργησα καλλιεργούμαι καλλιεργήθηκα καλλιεργημένος
καλλιλογώ  (el ), ➤ κολακεύω flatter
καλλιτεχνώ  (el ) create art καλλιτέχνησα καλλιτεχνούμαι
καλλουργώ  (el ), ➤ καλλιεργώ
καλλύνω  (el ) embellish έκαλλυνα
καλλωπίζω  (el ) smarten up, titivate, beautify καλλωπισ καλλωπίζομαι καλλωπίστηκα, καλλωπίσθηκα καλλωπισμένος
καλμάρω  (el ) calm, soothe, quieten κάλμαρα, καλμάρισα καλμαρισμένος
(καλμώνω (el )
καλοακούω  (el ), ➤ καλακούω
καλοαρέσω  (el ), ➤ καλαρέσω
καλοβαστώ  (el ) καλοβάσταξα καλοβαστιέμαι καλοβασταγμένος
καλοβλέπω  (el ) see (clearly, well) καλοείδα, καλόειδα, καλόδα
(καλοβολεύω)  (el )
καλοβράζω  (el ) cook well καλοέβρασα
καλογεννώ  (el ) have an easy delivery/birth
καλογερεύω  (el ) becomea monk/nun καλογέρεψα
καλογυρεύω  (el ) seek
welcome καλοδέχομαι  (el ) καλοδέχθηκα, καλοδέχτηκα §
καλοεξετάζω  (el ) examine, carefully καλοεξέτασα, καλεξέτασα καλοεξετάστηκα, καλεξετάστηκα καλοεξετασμένος, καλεξετασμένος
καλοζώ  (el ) § live well καλοέζησα
καλοθανατίζω  (el ) καλοθανάτισα
remember well (mainly negatively) καλοθυμάμαι  (el ), καλοθυμούμαι καλοθυμήθηκα
settle, lounge καλοκάθισα καλοκάθομαι  (el )
καλοκαιρεύω  (el ) summer (spend the summer) καλοκαίρεψα
καλοκαιριάζω  (el ) summer (spend the summer) καλοκαίριασα
καλοκαρδίζω  (el ), ➤ καλοψυχίζω cheer, cheer up καλοκάρδισα καλοκαρδίζομαι καλοκαρδίστηκα καλοκαρδισμένος
καλοκλείνω  (el ) shut, seal
sleep well καλοκοιμάμαι  (el )
examine καλοκοίταξα καλοκοιτάζομαι καλοκοιτάχτηκα καλοκοιταγμένος
καλολέω  (el ) speak well καλολέγομαι
καλολογιάζω  (el ) look carefully καλολόγιασα
καλομαγειρεύω  (el ) cook well
καλομαθαίνω  (el ) learn well καλόμαθα καλομαθημένος
καλομελετώ  (el ) think/study well καλομελέτησα καλομελετημένος
be, treated, well καλομεταχειρίζομαι  (el ) καλομεταχειρίστηκα καλομεταχειρισμένος
καλομιλώ  (el ) § speak politely/well καλομίλησα
καλοναρχώ  (el ), ➤ κανοναρχώ
καλοξετάζω  (el ), ➤ καλοεξετάζω καλοξέτασα
καλοπαντρεύω  (el ) marry well καλοπάντρεψα καλοπαντρεύομαι καλοπαντρεύτηκα καλοπαντρεμένος
καλοπερνώ  (el ) § lead an easy life καλοπέρασα
καλοπέφτω  (el ) to be looked after καλόπεσα
καλοπιάνω  (el ) coax, wheedle καλόπιασα
καλοπληρώνω  (el ) pay well καλοπλήρωσα καλοπληρώνομαι καλοπληρώθηκα καλοπληρωμένος
καλοπουλώ  (el ), ➤ καλοπουλάω sell well, at good price καλοπουλιέμαι
καλοριζικεύω  (el ) cheer up (someone)
καλοσκαμνίζω  (el ) καλοσκάμνισα
  (el ) think better of καλοσκέφτομαι, καλοσκέπτομαι καλοσκέφτηκα
καλοστρώνω  (el ) settle/arrange well καλόστρωσα καλοστρώνομαι καλοστρώθηκα καλοστρωμένος
καλοσυνεύω  (el ) improve, clear up καλοσύνεψα
καλοσυνηθίζω  (el ) καλοσυνήθισα καλοσυυνηθισμένος
καλοταΐζω  (el ) eat well/much καλοτάισα καλοταΐζομαι καλοταΐστηκα καλοταϊσμένος
καλοτρώγω  (el ), καλοτρώω eat well/much καλόφαγα καλοφαγωμένος
καλοτυχίζω  (el ) καλοτύχισα καλοτυχισμένος
καλουμάρω  (el ) καλουμάρισα
καλουπώνω  (el ) mould καλουπώσα καλουπώθηκα καλουπωμένος
look, good, trustworthy καλοφαίνομαι  (el ) καλοφάνηκα
καλοφτιάχνωpar  (el ) do well καλοφτιαγμένος
καλοχορταίνω  (el ) eat well καλοχόρτασα
καλοχρονίζω  (el ) wish for a good New Year καλοχρόνισα καλοχρονισμένος
καλοχωνεύω  (el ) digest well καλοχώνεψα καλοχωνεύομαι καλοχωνεύτηκα καλοχωνεμένος
καλοψήνω  (el ) cook, do well καλοέψησα καλοψήνομαι καλοψήθηκα καλοψημένος
καλοψυχίζω  (el ), ➤ καλοκαρδίζω be cheerful καλοψύχισα καλοψυχισμένος
καλπάζω  (el ) canter, gallop κάλπασα
καλπονοθεύω  (el ) rig election/ballot καλπονόθευσα καλπονοθευμένος
καλτσώνω  (el ) put on stockings/socks κάλτσωσα καλτσώνομαι καλτσώθηκα καλτσωμένος
καλύπτω  (el ) cover, conceal κάλυψα καλύπτομαι καλύφθηκα, καλύφτηκα καλυμμένος
καλυτερεύω  (el ) improve, get better καλυτέρεψα
καλώ  (el ) call, summon κάλεσα καλούμαι καλέστηκα καλεσμένος
καλωδιώνω  (el ) Ø lay/connect (cables) καλωδίωσα καλωδιώνομαι καλωδιώθηκα καλωδιωμένος
καλωσορίζω  (el ) welcome καλωσόρισα καλωσορίζομαι καλωσορίστηκα καλωσορισμένος
καμακιάζω  (el ) harpoon, gaff καμάκιασα
καμακώνω  (el ), καμακίζω harpoon, gaff καμάκωσα, καμάκιασα καμακώνομαι καμακώθηκα καμακωμένος
καμαρώνω  (el ) admire, be boastful pass καμάρωσα καμαρώνομαι καμαρώθηκα καμαρωμένος
καματεύω  (el ) plough, till καμάτευσα
καμινεύω  (el ) cast, smelt καμίνεψα καμινεύομαι καμινεύτηκα καμινεμένος
καμινιάζω  (el ) bake καμινιασμένος
καμμύζω  (el )
καμμύω  (el ) κάμμυσα
καμνώ  (el ) sleep έκαμα, έκαμνα
κάμνω  (el ), ➤ κάμω
καμουφλάρω  (el ) disguise, camouflage καμουφλάρισα καμουφλάρομαι καμουφλαρίστηκα καμουφλαρισμένος
καμπανίζω  (el ) ring, ring out καμπάνησα
καμπουριάζω  (el ) stoop, hump up, bend καμπούριασα καμπουριασμένος
κάμπτω  (el ) bend, give way pass έκαμψα κάμπτομαι κάμφθηκα ανακαλυμμένος §
καμπυλώνω  (el ) bow, bend, curve καμπύλωσα καμπυλώνομαι καμπυλώθηκα καμπυλωμένος
κάμω  (el ), ➤ κάνω do, make έκανα, έκαμα καμωμένος
sham, pretend καμώνομαι  (el ) καμώθηκα
κανακεύω  (el ) cosset, pamper κανάκεψα κανακεύομαι κανακεύτηκα κανακεμένος
κανακίζω  (el ) κανάκισα
κανιβαλίζω  (el ) cannibalise κανιβάλισα
κανοναρχώ  (el ), καλοναρχώ , καλαναρχώ hum, drone, drone on κανονάρχησα
κανονίζω  (el ) regulate, adjust κανόνισα κανονίζομαι κανονίστηκα κανονισμένος
κανονιοβολώ  (el ) bombard, shell κανονιοβόλησα κανονιοβολούμαι
κανταλώ  (el ) (Italiot Greek) sing
κάνω  (el ), κάμνω do, make, build έκανα, έκαμα καμωμένος
καπακώνω  (el ) cap, cover καπάκωσα καπακώνομαι καπακώθηκα καπακωμένος
καπαρώνω  (el ) deposit, reserve καπάρωσα καπαρώνομαι καπαρώθηκα καπαρωμένος
(καπελάρω (el )
καπελώνω  (el ) pocket καπέλωσα καπελώνομαι καπελώθηκα καπελωμένος
trade upon καπηλεύομαι  (el ) καπηλεύτηκα, καπηλεύθηκα §
καπιστρώνω  (el ) harness, bridle καπίστρωσα καπιστρώνομαι καπιστρώθηκα καπιστρωμένος
καπιτονάρω  (el ) quilt, pad
καπλαντίζω  (el ) veneer, sheath (ship) καπλάντισα καπλαντίζομαι καπλαντίστηκα καπλαντισμένος
καπνίζω  (el ) smoke, smoulder κάπνισα καπνίζομαι καπνίστηκα καπνισμένος
hit the rocks (real & figurative) καραβοτσακίζομαι  (el ) καραβοτσακίστηκα καραβοτσακισμένος
καραδοκώ  (el ) look out for παραδόκησα
καραμελιάζω  (el ), καραμελίζω caramelise παραμέλιασα
καραμελώνω  (el ) caramelise καραμέλωσα καραμελώνομαι καραμελώθηκα καραμελωμένος
καρατάρω  (el ) weigh up (figurative) καρατάρισα
καρατομώ  (el ) behead, decapitate, decollate καρατόμησα καρατομούμαι κατατομήθηκα καρατομημένος
καρατσεκάρω  (el ) double check καρατσέκαρα καρατσεκαρισμένος
καραφλαίνω  (el ) balden, become bald καράφλανα
καραφλιάζω  (el ) balden, become bald καράφλιασα
καρβουνιάζω  (el ) char, carbonise καρβούνιασα καρβουνιάζομαι καρβουνιάστηκα καρβουνιασμένος
καργάρω  (el ) fill up, stretch κάργαρα, καργάρισα
καρδαμώνω  (el ) take courage, invigorate καρδάμωσα καρδαμωμένος
καρδιοχτυπώ  (el ), καρδιοχτυπάω be, anxious καρδιοχτύπησα
καρικώνω  (el ) mend καρίκωσα καρικώνομαι καρικώθηκα καρικωμένος
καρκινοβατώ  (el ) move sideways, lack progress καρκινοβάτησα
(καρναγιάρω (el )
καρουλιάζω  (el ) spool, reel καρούλιασα
καρπαζώνω  (el ) clout καρπάζωσα
καρπεύω  (el ), καρπεύγω κάρπεψα
καρπίζω  (el ) bear fruit, be fruitful κάρπισα
καρπολογώ  (el ) harvest, pick (fruit) καρπολόγησα
καρπούμαι  (el ), ➤ καρπώνομαι
καρποφορώ  (el ) bear fruit, crop καρποφόρησα
pick fruit, profit καρπώνομαι  (el ), καρπούμαι § καρπώθηκα
(καρτελοποιώ (el )
καρτερεύω  (el ) endure, wait καρτέρεψα
καρτερώ  (el ), καρτεράω, ➤ ακαρτερώ wait, endure καρτέρεσα
καρυδώνω  (el ) strangle, throttle καρύδωσα καρυδώνομαι καρυδώθηκα καρυδωμένος
καρυκεύω  (el ) season, flavour καρύκευσα, καρύκεψα καρυκεύτηκα, καρυκεύθηκα καρυκευμένος
καρφιτσώνω  (el ) pin, tack καρφίτσωσα καρφιτσώνομαι καρφιτσώθηκα καρφιτσωμένος
καρφώνω  (el ) nail, stick pass κάρφωσα καρφώνομαι καρφώθηκα καρφωμένος
καρώνω  (el ) de-energise κάρωσα
κασελιάζω  (el ) pack, box up κασέλιασα κασελιάζομαι κασελιάστηκα κασελιασμένος
κασιδιάζω  (el ) inflict, justice κασιδιασμένος
κασσιτερώνω  (el ) tinplate κασσιτέρωσα κασσιτερώνομαι κασσιτερώθηκα κασσιτερωμένος

Sources

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: